Η απειλή του Grexit είναι ακόμα εδώ…

Η Ελλάδα έχει μπροστά της ένα δύσβατο μονοπάτι όπου διαφαίνονται μεν προοπτικές για μια επιτυχή πορεία προς την ανάκαμψη, αλλά ταυτόχρονα ελλοχεύει η απειλή του Grexit. Εάν υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση και κατ’ επέκταση σταθερότητα, και παράλληλα αποφευχθούν οι παλινδρομήσεις του παρελθόντος και υλοποιηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο τρίτο μνημόνιο, το σημερινό ζοφερό και αβέβαιο σκηνικό μπορεί να ανατραπεί, ο κίνδυνος διολίσθησης να ξεπερασθεί και να περάσει η ελληνική οικονομία σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα σε πορεία ανάπτυξης. Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσαν στην «Κ» τρεις έγκυροι αναλυτές σημαντικών δεξαμενών σκέψης της Ευρώπης και της Αμερικής, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια παρακολουθούν από κοντά την ελληνική υπόθεση.

Ο Τζέικομπ Κίρκεγκααρντ του Ινστιτούτου Πίτερσον εκτιμά ότι η απρόσκοπτη εφαρμογή του Μνημονίου θα ανοίξει τον δρόμο για την αναδιάρθρωση του χρέους, και σε συνδυασμό με τη νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που θα επιτρέψει ακόμη και την πρόσβαση στις αγορές, την αξιοποίηση της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αλλά και τα ευέλικτα συνταξιοδοτικά συστήματα των ευρωπαϊκών χωρών που θα καταστήσουν την Ελλάδα τόπο μόνιμης διαμονής για συνταξιούχους ευρωπαϊκών χωρών, μπορεί να δημιουργήσουν μια «άλλη Ελλάδα».

Σε ανάλογα αισιόδοξο πνεύμα κινείται και ο Νικολά Βερόν του Ινστιτούτου Bruegel, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία της Τραπεζικής Ενωσης που θα ενισχύσει τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στην εξαγορά των ελληνικών τραπεζών από μεγάλα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εξέλιξη που, όπως τονίζει, θα περιορίσει εάν δεν εξαλείψει πλήρως τον όποιο κίνδυνο μετάδοσης μελλοντικών αδυναμιών και προβλημάτων.

Από την πλευρά της, η Μέγκαν Γκριν του German Marshall Fund θεωρεί σχεδόν αναπόφευκτο το Grexit. Θεωρεί ότι ως απόρροια της αδυναμίας της Ελλάδας να υλοποιήσει τις δράσεις του Μνημονίου, λόγω και της αποκήρυξής του από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αλλά και τους πολίτες μέσω του δημοψηφίσματος, οι εταίροι θα παγώσουν την εκταμίευση δόσεων και ο κ. Σόιμπλε θα επαναφέρει στο τραπέζι την πρότασή του για «προσωρινή» έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Υποστηρίζει, δε, ότι στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης ο Αλέξης Τσίπρας και η Αγκελα Μέρκελ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μόνη λογική πορεία είναι το Grexit.

Τέλος, στην ιδιότυπη ελληνική πραγματικότητα, καθοριστική πτυχή των εξελίξεων, που θα κρίνει και την πορεία της ελληνικής οικονομίας, παραμένει η εσωτερική πολιτική σκηνή. Οι περισσότεροι αποτιμούν θετικά τη στροφή του Αλέξη Τσίπρα προς τον ρεαλισμό, θεωρούν σημαντική την για πρώτη φορά ευρύτερη κοινωνική και πολιτική αποδοχή ενός μνημονίου και αναμένουν με προσοχή τη διαχείριση που θα κάνει το προσεχές διάστημα ο πρωθυπουργός.

Ο δρόμος της εξόδου είναι πολύ πιθανός
ΜΕΓΚΑΝ ΓΚΡΙΝ*

Φοβούμαι ότι το μέλλον της Ελλάδας δείχνει ζοφερό, όπως και αν δει κανείς τα δεδομένα. Η ελληνική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να υλοποιήσει τους όρους του τρίτου προγράμματος διάσωσης, χωρίς όμως επιτυχία. Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς ένας πρωθυπουργός που έχει ταχθεί δημόσια και με τόσο έντονο τρόπο κατά της συνέχισης της λιτότητας και ένας λαός που μόλις πριν από μερικές εβδομάδες ψήφισε εναντίον αυτής της πολιτικής σε ένα δημοψήφισμα θα καταφέρουν να εφαρμόσουν όλες τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται.

Επιπροσθέτως, η Ελλάδα βρίσκεται τόσο έξω στην καμπύλη του Λαφέρ (σ.σ.: όταν οι πολίτες θεωρούν υπερβολική τη φορολόγηση με αποτέλεσμα να υποχωρεί το κίνητρο να εργασθούν αλλά και να αναζητούν τρόπους να αποφύγουν την καταβολή των φόρων) που περαιτέρω αύξηση της φορολογίας μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των δημοσίων εσόδων καθώς οι Ελληνες δεν δύνανται να πληρώσουν τους φόρους τους.

Οταν η Ελλάδα αρχίσει να μην εφαρμόζει κάποιες δράσεις και να υπολείπεται των στόχων που έχουν τεθεί, ενδεχομένως έπειτα από μόλις κάποιους μήνες, νομίζω ότι οι πιστωτές θα επανέλθουν στην τακτική της μη εκταμίευσης δόσεων. Σε αυτό το σημείο ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είναι πιθανό να επαναφέρει στο τραπέζι το σχέδιό του για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συμφώνησαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης ότι η μόνη λογική πορεία είναι το Grexit. Υπαναχώρησαν μεν από αυτή τη θέση, αλλά αυτό δεν μειώνει τη σημασία του γεγονότος ότι είχαν καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα.

Εάν η Ελλάδα υπολείπεται στην επίτευξη των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα, και ο κ. Σόιμπλε έχει καταθέσει την ατζέντα του για έξοδο από το ευρώ, ίσως τελικά αυτό καταστεί ελκυστικό και για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.

Υπό μία έννοια αυτό θα ήταν το χειρότερο από όλα τα σενάρια: η Ελλάδα υπομένει επιπρόσθετη λιτότητα και πιέζει την οικονομία της ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση της ύφεσης, πριν εξετάσει το ενδεχόμενο εξόδου από την Ευρωζώνη, εξέλιξη που θα περιλάμβανε τεράστια πτώση του βιοτικού επιπέδου την πρώτη χρονιά, πριν σημειωθεί αναστροφή και περάσει η χώρα στην ανάπτυξη.

Δυστυχώς, νομίζω ότι αυτός είναι ο δρόμος που πιθανότατα θα ακολουθήσει η Ελλάδα.

* Η κ. Μέγκαν Γκριν εργάζεται στο German Marshall Fund, Ουάσιγκτον / Βρυξέλλες.

Η Τραπεζική Ενωση θα συμβάλει θετικά
ΝΙΚΟΛΑ ΒΕΡΟΝ*

Είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς τι θα συμβεί στην Ελλάδα στους επόμενους πέντε μήνες, πόσο μάλλον στα επόμενα πέντε χρόνια. Ωστόσο, αυτό που φαίνεται πιο πιθανό είναι πως η Ελλάδα, μέσα από την υλοποίηση του πρόσφατα συμφωνηθέντος προγράμματος χρηματοδότησης, θα εξασφαλίσει ώς ένα βαθμό σταθερότητα και ανάπτυξη. Η σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να αγοράζει ελληνικό δημόσιο χρέος στο πλαίσιο της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος εξόδου από την Ευρωζώνη να μειώνεται πλέον τόσο πολύ και οι πιθανότητες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο να είναι τόσο χαμηλές, που δεν θα επηρεάζουν πλέον τους επενδυτικούς σχεδιασμούς.

Εν τω μεταξύ, πρέπει να θεωρείται δεδομένη η ριζική μεταρρύθμιση της πολιτικής της Ευρωζώνης στον τραπεζικό τομέα, της λεγόμενης Τραπεζικής Ενωσης, που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια και εξακολουθεί να βρίσκεται σε μεταβατική φάση. Οι τράπεζες δεν θα διασφαλίζονται από εγγυήσεις μεμονωμένων κρατών, διότι οι επενδυτές θα αναμένουν ότι, σε μελλοντικές περιπτώσεις πτώχευσης, θα κληθούν και αυτοί να συμβάλουν στην αποπληρωμή του χρέους τους. Ετσι, ως απόρροια της πρόσφατης «έκθεσης των πέντε προέδρων» της Κομισιόν, δημιουργήθηκε ένα είδος μηχανισμού επανεγγύησης καταθέσεων. Είναι πιθανό ότι μέχρι τότε οι περισσότερες τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα θα ανήκουν σε μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θα εδρεύουν αλλού, όπως ήδη συμβαίνει στις περισσότερες χώρες παρόμοιου μεγέθους της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως και στο Βέλγιο, τη Φινλανδία και την Ιρλανδία. Ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, οι τράπεζες στην Ελλάδα δεν θα έχουν πλέον στο χαρτοφυλάκιό τους μεγάλη έκθεση σε ελληνικό δημόσιο χρέος. Ουσιαστικά, η βιωσιμότητά τους δεν θα συνδέεται με τον κρατικό προϋπολογισμό της Ελλάδας.

Ετσι, αν το ελληνικό κράτος ξαναβρεθεί σε οικονομική δυσκολία, ο κίνδυνος μετάδοσης στο τραπεζικό σύστημα θα είναι περιορισμένος, ενδεχομένως και ανύπαρκτος. Φυσικά, η Τραπεζική Ενωση δεν θα είναι πανάκεια για τα πολλά προβλήματα της Ελλάδας. Αλλά η ολοκλήρωσή της θα ισχυροποιήσει τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας έναντι μελλοντικών δημοσιονομικών πιέσεων. Από την άλλη, μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα απειλούσε να καταστήσει όλο το οικοδόμημα της Τραπεζικής Ενωσης άνευ σημασίας. Και αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ολόκληρη η νομισματική ένωση να είναι πολύ πιο εύθραυστη.

* Ο κ. Νικολά Βερόν εργάζεται στο Ιδρυμα Bruegel, Βρυξέλλες.

Η συνταγή είναι οι μεταρρυθμίσεις
ΤΖΕΪΚΟΜΠ ΚΙΡΚΕΓΚΑΑΡΝΤ*

Με την αναγκαία πολιτική βούληση το νέο, τρίτο πακέτο διάσωσης μπορεί να αποβεί καθοριστικό σημείο καμπής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς μια περίοδο ανάπτυξης μέσα από μεταρρυθμίσεις. Οι προϋποθέσεις θα τεθούν εμπροσθοβαρώς, έτσι όλες οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να νομοθετηθούν ως μέρος της πρώτης αξιολόγησης, δημιουργώντας το πλαίσιο για νέο γύρο αναδιάρθρωσης του χρέους που θα ικανοποιήσει και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ το πρώτο τρίμηνο του 2016.

Αν διατηρηθεί ένα εύλογο επίπεδο πολιτικής σταθερότητας, σε δώδεκα μήνες η ελληνική οικονομία μπορεί να είναι σε δραματικά καλύτερη κατάσταση. Το συνολικό κρατικό χρέος θα είναι υψηλό, αλλά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του που ανήκει στην Ευρωζώνη θα είναι ντε φάκτο διαχειρίσιμο και θα έχει τόσο μακρές περιόδους χάριτος και ωρίμανσης που, όπως φάνηκε προσωρινά το 2014, η επιστροφή στις αγορές ίσως να βρίσκεται μόλις μερικά τρίμηνα μακριά.

Οι οικονομικές συνθήκες θα είναι πολύ καλύτερες, με τμήμα του τραπεζικού τομέα να έχει ανακεφαλαιοποιηθεί, όλους τους παρεμβατικούς περιορισμούς κεφαλαίων να έχουν αρθεί, και την οικονομία να απολαμβάνει τα οφέλη της συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις δεν θα πλησιάσουν τα 50 δισ., ωστόσο το νέο Ταμείο θα έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο ως έμμεση εγγύηση για τους πιστωτές και όχημα μέσω του οποίου σημαντικές δραστηριότητες της οικονομίας θα έχουν περάσει σε ιδιώτες που είναι πιο παραγωγικοί.

Με την πλήρη και πιστή εφαρμογή του προγράμματος του ΕΜΣ, η ελληνική οικονομία θα μπορέσει και πάλι να εκμεταλλευθεί τα ενδογενή της πλεονεκτήματα. Μια αυξανόμενα ευέλικτη αγορά εργασίας θα αποδειχθεί σημαντική δύναμη ανάπτυξης στον τουριστικό τομέα. Στο πλαίσιο των έργων υποδομών της Ε.Ε. στις οδικές αρτηρίες και τους σιδηροδρόμους, θα υπάρξει διασύνδεση με τα ελληνικά λιμάνια που θα διαχειρίζονται πλέον ιδιώτες και η Ελλάδα θα ενταχθεί στο σύστημα εμπορικής διασύνδεσης Ευρώπης - Ασίας.

Σε συνδυασμό με την ξεχωριστή θαλάσσια ομορφιά, το κλίμα και ως μέλος μιας Ε.Ε. με πιο ευέλικτα συστήματα συνταξιοδότησης και ιατρικής ασφάλισης, η Ελλάδα θα καταστεί η φυσική διαμονή για πολλούς εύπορους Ευρωπαίους συνταξιούχους.

Για να γίνουν όλα αυτά, η Ελλάδα πρέπει να θέλει να τα υλοποιήσει μέσα από μεταρρυθμίσεις, αλλά αν το κάνει, το μέλλον της μπορεί να είναι φωτεινό.

* Ο κ. Τζέικομπ Κίρκεγκααρντ εργάζεται στο Ινστιτούτο Peterson, Ουάσιγκτον.

Leave a Reply