Βάλερι Πλέιμ-Γουίλσον: Πληρώνουμε πολύ ακριβά την ασφάλειά μας

Η Βάλερι Πλέιμ-Γουίλσον γνωρίζει εκ των έσω τoν τρόπο σκέψης και λειτουργίας των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Ως πρώην μυστική πράκτορας της CIA, από τη δεκαετία του ’80 σύμφωνα με δημοσιεύματα (η υπηρεσία επισήμως έχει παραδεχθεί ότι εργάστηκε εκεί μόνο από το 2002) μέχρι τη σκανδαλώδη αποκάλυψη της ταυτότητάς της, το καλοκαίρι του 2003, ακούει τα περί συλλογής ωκεανών προσωπικών δεδομένων των πολιτών για το καλό τους με ιδιαίτερο σκεπτικισμό.

«Μας λένε ότι το κάνουν για να είμαστε ασφαλείς, να αποτρέψουν τρομοκρατικές επιθέσεις. Το κόστος όμως είναι πολύ σημαντικό», δηλώνει στην «Κ». Βρισκόμαστε στο προαύλιο του Μεγάρου Μουσικής, ενώ μέσα εξελίσσεται η τρίτη μέρα του Athens Democracy Forum. H Πλέιμ-Γουίλσον, μετά την αναγκαστική συνταξιοδότησή της από τη CIA ως αποτέλεσμα της διαρροής του ονόματός της στον Τύπο, έγινε συγγραφέας, αλλά και ενεργό μέλος της διεθνούς οργάνωσης Global Zero, που έχει ως αποστολή την πλήρη εξάλειψη των πυρηνικών όπλων (στην προηγούμενη ζωή της είχε ειδικευθεί σε υποθέσεις μη διασποράς πυρηνικών).

«Η Ιστορία μάς έχει διδάξει ξανά και ξανά ότι, ακόμα και σε δημοκρατίες, όταν οι κυβερνήσεις έχουν στη διάθεσή τους τόσες πληροφορίες, τείνουν να τις καταχρώνται – εις βάρος μειονοτήτων, αντιφρονούντων, ή οποιουδήποτε κάνει ενοχλητικές ερωτήσεις», λέει η συνομιλήτρια της «Κ». Το έναυσμα για τη δραστική επέκταση των προγραμμάτων παρακολούθησης ήταν, φυσικά, το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου.

«Ακολουθώντας μια κλασική αμερικανική συνταγή, αντιδράσαμε τρομερά υπερβολικά στην 11η Σεπτεμβρίου», παρατηρεί. «Πήγαμε πέρα κι από τα πιο τρελά όνειρα του Οσάμα Μπιν Λάντεν, με πρακτικές που υπονόμευσαν βαθιά τα δημοκρατικά μας ιδεώδη. Αναφέρομαι στα βασανιστήρια, στον νόμο PATRIOT –οι Ρεπουμπλικανοί έχουν μία εκπληκτική ικανότητα να χρωματίζουν πολιτικά διάφορες πρωτοβουλίες με τις ονομασίες που δίνουν– κ.ο.κ. Ο φόβος είναι ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέσο για να πετύχεις τον σκοπό σου».

Η Πλέιμ-Γουίλσον προβληματίζεται επίσης για το πώς έχει εξελιχθεί ο παλαιός της εργοδότης μετά το χτύπημα κατά των Δίδυμων Πύργων. Συμφωνεί ότι η στρατιωτικοποίηση της CIA και η επέκταση των ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων έχει υπονομεύσει την παραδοσιακή δουλειά του κατασκόπου. «Εχω μια προσωπική προκατάληψη υπέρ της συλλογής πληροφοριών πρόσωπο με πρόσωπο. Ετσι κρίνεις τις προθέσεις του άλλου, βλέπεις πράγματα που δεν μπορεί να σου τα πει κανένας κατασκοπευτικός δορυφόρος. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η συγκέντρωση των ρωσικών τεθωρακισμένων στα σύνορα με την Ουκρανία. Αν δεν ήξερες την πρόθεση, η εικόνα δεν σήμαινε πολλά».

Θεωρεί ότι επί κυβέρνησης Ομπάμα, ιδιαίτερα μετά τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν, έχουν ληφθεί μέτρα ώστε να τεθεί η λειτουργία της NSA υπό αυστηρό δημοκρατικό έλεγχο; «Οπως αποδείχθηκε, ο Ομπάμα δεν είναι ο Ιησούς. Στην αρχή, που είχε την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα, τόσο σχετικά με τον νόμο PATRIOT όσο και με το κλείσιμο του Γκουαντάναμο, που είναι μια ανοιχτή, χαίνουσα πληγή για τη φήμη της Αμερικής».

Παραμένει, ωστόσο, θετικά διακείμενη απέναντι στον 44ο πρόεδρο των ΗΠΑ. «Είναι ένας βαθύτατα σκεπτόμενος άνθρωπος, σε ένα περιβάλλον άκρατου κομματισμού. Πιστεύω ότι η Ιστορία θα τον κρίνει θετικά».

Κάνει μάλιστα ιδιαίτερη αναφορά στη συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν, ζήτημα στο οποίο ειδικεύεται. «Υποστηρίζω σθεναρά τη συμφωνία. Σε απλούς όρους, τη βλέπω σαν μια απόφαση που δίνει στη διπλωματία μία ευκαιρία. Για να παραφράσω τον Ρόναλντ Ρέιγκαν: “Μην εμπιστεύεσαι και επαλήθευσε”. Οι έλεγχοι των επιθεωρητών θα είναι ιδιαιτέρως εντατικοί. Επίσης πιστεύω ότι το Ιράν θέλει να ξαναγίνει μέλος της διεθνούς κοινότητας και βλέπουν τη συμφωνία ως μια ευκαιρία για να το πετύχουν αυτό».

Η αδιαφορία των πολιτών

Η συνομιλήτρια της «Κ» θεωρεί ότι η μάχη για τη διαφύλαξη της ιδιωτικότητας θα είναι δύσκολη αν δεν αφυπνιστεί ο κόσμος. Οπως αναφέρει, η αρχική αντίδραση της αμερικανικής κοινής γνώμης στις αποκαλύψεις Σνόουντεν ήταν «ένα συλλογικό ανασήκωμα των ώμων». «Πολλοί είπαν: “Εγώ δεν είμαι τρομοκράτης, δεν με νοιάζει. Συλλέξτε ό,τι θέλετε από μένα”». Ωστόσο, έκτοτε, καθώς το εύρος των προγραμμάτων παρακολούθησης έχει αναδυθεί στη δημόσια θέα, έχουν αρχίσει να υπάρχουν περισσότερες αντιδράσεις. Η πρώην μυστική πράκτορας ανακαλεί με ρίγος το σύνθημα του πρώην επικεφαλής της NSA Κιθ Αλεξάντερ σε σχέση με τα δεδομένα επικοινωνίας των Αμερικανών: «Συλλέξτε τα όλα!» «Ηταν ένας πολύ επικίνδυνος τύπος», λέει, «και δεν είναι ο μόνος που σκέφτεται έτσι».

Η Πλέιμ-Γουίλσον πιστεύει γενικότερα ότι στην εποχή του Google και του Facebook, οι καταναλωτές διευκολύνουν το έργο των σύγχρονων ταγών του Μεγάλου Αδελφού. «Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η ιδιωτικότητα έχει μετατραπεί σε απαρχαιωμένη έννοια – την έχουμε παραδώσει εθελοντικά. Εχουμε μια τάση να μοιραζόμαστε υπερβολικά πολλά, χωρίς να έχουμε συναίσθηση του τιμήματος των υπηρεσιών που χρησιμοποιούμε στο Διαδίκτυο».

Δεν θα υπάρξει κι εδώ αντίδραση, καθώς οι πολίτες θα συνειδητοποιούν τι συμβαίνει – ότι πληρώνουν για τις «δωρεάν» υπηρεσίες που απολαμβάνουν με τα προσωπικά τους δεδομένα;

«Δεν το βλέπω. Είμαι μητέρα διδύμων εφήβων – δύο 15χρονων. Οπως και όλοι οι συνομήλικοί τους, είναι βουτηγμένοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν μιλούν στο τηλέφωνο, γράφουν μηνύματα, επικοινωνούν στο Snapchat. Είναι η ταπετσαρία της ζωής τους και δεν έχουν πραγματικά ιδέα για τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται – από παιδεραστές μέχρι ιστότοπους που στρατολογούν για λογαριασμό του ISIS».

«Το Γουότεργκεϊτ αναποδογυρισμένο»

Η ζωή της Πλέιμ-Γουίλσον –η καριέρα της στη CΙΑ και η προδοσία της ταυτότητάς της από τον Λευκό Οίκο– θύμιζε τόσο πολύ ταινία του Χόλιγουντ, που τελικά όντως μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με πρωταγωνιστές τον Σον Πεν και τη Ναόμι Γουoτς. Η εμπειρία της ως μυστικού πράκτορα, πάντως, όπως εκμυστηρεύεται, δεν έχει καμία σχέση με αυτά που βλέπουμε στις ταινίες δράσης.

Ενα άρθρο τον Ιούλιο του 2003 του συζύγου της, του πρέσβη Τζο Γουίλσον, στους New York Times, με το οποίο αμφισβητούσε τους ισχυρισμούς του προέδρου Μπους ότι το Ιράκ είχε επιχειρήσει να αγοράσει ουράνιο από τον Νίγηρα, είχε οδηγήσει στη διαρροή του ονόματός της σε στήλη του συντηρητικού αρθρογράφου Μπομπ Νόβακ. Ενθυμούμενη τις ταραχώδεις εκείνες ημέρες, μιλάει για «σκοτεινή περίοδο» στη ζωή της ίδιας και του άνδρα της.

Το ηθικό δίδαγμα «και για τους δύο μας», όπως λέει, είναι «η σημασία του να λες την αλήθεια στην εξουσία και να παρακολουθείς ενεργά τις εξελίξεις. Μιλάω συχνά σε φοιτητές, και αυτό που τους λέω πάντα είναι να γνωρίζουν τι συμβαίνει, να είναι δραστήριοι στην τοπική τους κοινότητα. Είναι εντυπωσιακό πόσοι Αμερικανοί ψηφίζουν κατά των οικονομικών τους συμφερόντων».

Εκφράζει την ανησυχία της για τη δυνατότητα των δημοσιογράφων, σε συνθήκες ανεπαρκούς προστασίας των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers), να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο στην κυβέρνηση. Παράλληλα, όμως, εκφράζει περιφρόνηση για την Τζούντιθ Μίλερ των New York Times, που προτίμησε να πάει φυλακή παρά να αποκαλύψει την πηγή που της είχε πει το όνομα της τότε πράκτορος. «Προστάτευε ανθρώπους που είχαν διαπράξει πραγματικά αδικήματα. Ηταν σαν το Γουότεργκεϊτ αναποδογυρισμένο».

Leave a Reply