Ενδημική παραφροσύνη

Ε​​νόσω ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετωπίζει τους παράφρονες του Αλλάχ, εδώ η τρέλα εξακολουθεί να θεωρείται κάτι σαν θεϊκή εύνοια. «Οι κουζουλοί κάνουν την Κρήτη αθάνατη», δήλωνε ο Καζαντζάκης, «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», λέει ένα γνωμικό, και μια δημοφιλής ταινία του 1961, στην οποία ο καταστηματάρχης Νίκος Σταυρίδης σώζεται από χρέη σε εφορία και δανειστές παριστάνοντας τον τρελό, τιτλοφορούνταν: «Ευτυχώς τρελάθηκα». Εχω μάλιστα την εντύπωση πως όλη η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εμπνέεται περισσότερο από αυτή την ταινία, παρά από μαρξιστικές ή φιλελεύθερες θεωρίες. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ διαδηλώνει ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ καλεί την αντιπολίτευση σε υποστήριξη, αμέσως μετά το προεκλογικό δίλημμα: «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»;

Θετική αξιολόγηση της τρέλας δείχνει επίσης η πρόσφατη επιχειρηματολογία κυβερνητικών βουλευτών. «Θα μειωθούν οι συντάξεις;» ρωτούσε δημοσιογράφος τον κ. Ν. Μανιό. «Δυστυχώς, η ζωή αποδεικνύεται πιο σκληρή από τις ελπίδες μας», απάντησε εκείνος. Ομοίως, σε επικρίσεις αντίπαλου βουλευτή για τις ίδιες μειώσεις, ο κ. Α. Τριανταφυλλίδης σχολίασε με τη μονίμως αγριωπή και στεντόρεια φωνή του: «Εσείς τις μειώσατε έντεκα φορές, μέχρι τώρα»! Για κάποιους που βρέθηκαν στη Βουλή και στην κυβέρνηση με το σύνθημα: «Ψηφίστε μας για να μη μειωθούν μισθοί και συντάξεις», το να φιλοσοφούν περί ελπίδων που διαψεύδει η πραγματικότητα ή το να ισχυρίζονται πως ύστερα από ένδεκα μειώσεις μία ακόμη είναι άνευ σημασίας, μάλλον συμβάλλει στη δόξα της τρέλας. Και ο προχθεσινός ψόγος του πρωθυπουργού προς τη συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ για το ότι δεν ολοκλήρωσαν την εφαρμογή του προηγούμενου μνημονίου, εφαρμογή την οποία ο ίδιος και το κόμμα του έκαναν το παν για να εμποδίσουν, οδηγεί την τρέλα στον παροξυσμό. (Η άλλη εκδοχή, βέβαια, είναι να κορυφώνει την αγυρτεία.)

Ισως όλα, στη χώρα μας, να ξεκινούν από εκείνο το σωκρατικό «τα μέγιστα των αγαθών ημίν γίγνεται διά μανίας, θεία διδομένης». Με τη χριστιανική πίστη σε θαυματουργικές παρεμβάσεις, σε προστάτιδες αγίες και σε καλογερικές προφητείες, το πράγμα ήρθε και έδεσε. Ιδίως στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη μεταπολίτευση, το μότο προοδευτικών ή συντηρητικών κυβερνήσεων ήταν: «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν· ζητείτε και ευρήσετε· κρούετε και ανοιγήσεται υμίν». Συντάξεις σε όποιους δήλωναν αντιστασιακοί, διορισμοί σε θέσεις που δεν είχαν εργασιακό αντικείμενο, αγροτικές αποζημιώσεις για ανύπαρκτες θεομηνίες συνέθεσαν ένα τρελό πανηγύρι, που αντιστάθμιζε πολλές προηγούμενες δεκαετίες, πράγματι δύσκολες. Δύσκολες κυρίως για όσους έπασχαν από έλλειψη ελευθερίας, όχι τόσο από έλλειψη ψωμιού. Ωσπου πήραμε να εξοκέλλουμε.

Την άνοιξη του 1972, το ζεύγος Καρέζη-Καζάκου παρήγγειλε στον Ιάκωβο Καμπανέλλη ένα θεατρικό έργο. «Κάτι σαν τρελό λαϊκό πανηγύρι», λέγεται πως του ζήτησαν, «που να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη (…) να μιλά για καημούς και όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, προδομένες ελπίδες και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα». Ετσι προέκυψε «Το μεγάλο μας τσίρκο». Εργο που δικαίως γοήτευσε, παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, και οδήγησε το θαρραλέο ζεύγος θιασαρχών στις χουντικές φυλακές. Αλλά η ρητορική της παραγγελίας, με την «πολλή ρωμιοσύνη», τα «όνειρα της φυλής» και τις «αναλλοίωτες ρίζες», εξηγεί απολύτως, νομίζω, την παράνοια να ψηφίζεται και να ξαναψηφίζεται ο συνδυασμός αριστεροσύνης και υπερσυντηρητισμού των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μία για να «σκίσει» τα μνημόνια κι άλλη μία για να τα εφαρμόσει με τον πιο στυγνό τρόπο.

Να ανεβάσεις παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί ένας ολόκληρος λαός μπορεί να αποτελέσει μεγαλειώδες θέατρο. (Ετσι κι αλλιώς, στις αρχαίες τραγωδίες ο Χορός συμβόλιζε το σύνολο του λαού και τα όσα αυτός πλήρωνε για τη δράση των βαρυδαίμονων ηρώων.) Να υποδαυλίζεις όμως έναν ολόκληρο λαό να νομίζει ότι πρωταγωνιστεί διαρκώς στο θέατρο της Ιστορίας, με σκληρούς αγώνες, σύντομους θριάμβους, δόλια πλήγματα, μαχητικές διαδηλώσεις για την ακύρωση κάθε σωστής ή λάθος απόφασης και νέες πορείες προς τον θρίαμβο, σημαίνει να τον παρωθείς σε παραλήρημα μεγαλείου. Και μάλιστα τόσο πιο ένδοξου όσο πιο μίζερη γίνεται η καθημερινότητά του, ενώ σε εποχές ευμάρειας δεν έπαυε να τραγουδά, σε πολυτελή κέντρα διασκέδασης ή σε πλουσιοπάροχα οικογενειακά γλέντια: «Στη Δραπετσώνα εμείς δεν έχουμε ζωή».

Η φράση περί «απέραντου φρενοκομείου» έχει προ πολλού επισημάνει το πρόβλημα. Ομως, εκείνο που ζούμε τελευταία είναι η αναγωγή του σε υπερήφανη πολιτική. Το σύνθημα «Με αγώνες κατακτάμε τα δικαιώματά μας» έχει νόημα όταν την όποια δικαίωση αγώνων ακολουθεί μια κάπως μακρά περίοδος ηρεμίας και δημιουργικής λειτουργίας της κοινωνίας. Μια κοινωνία στην οποία «οι αγώνες» διαιωνίζονται, με την κάθε επιτυχία να υπονομεύεται αυθωρεί και την προδοσία να εμφανίζεται παραχρήμα, δεν είναι πια κοινωνία. Είναι ενδημούσα παραφροσύνη. Καιρός να αναλογιστούμε μήπως, έστω και με τον κίνδυνο να χάσουμε κάτι από την αθανασία της Κρήτης ή και της υπόλοιπης χώρας, οφείλουμε να χαλιναγωγήσουμε την πολλή «κουζουλάδα».

* Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ.

Leave a Reply