«Τότε» ήταν που άρχισαν όλα…

Υπάρχει μια βαθιά κοιλότητα στην πρόσφατη ιστορία, όλα εκείνα τα χρόνια από τα τέλη του ’60 έως τις αρχές του ’80, που παραμένουν νωπά για τους μεγαλύτερους και ανεξιχνίαστα για τους νεότερους. Η Αθήνα και η ζωή της εκείνα τα χρόνια, τα τόσο παρεξηγημένα αλλά και τόσο απλοποιημένα με την απόσταση του χρόνου, διατρέχει τον «Νοτιά», τη νέα ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, σαν λαϊτμοτίφ. Είναι μια ταινία βιωματική, λέει ο σκηνοθέτης.

Σπάνια μία τέτοια δήλωση προσωπικής θέσης και αφετηρίας ανοίγεται για να περιλάβει μια ολόκληρη γενιά, που ίσως αισθάνεται την ανάγκη να σταθμίσει εκ νέου τον δικό της ιστορικό χρόνο, αλλά και να πραγματευτεί τη διαδρομή της. Ο Τάσος Μπουλμέτης ισχυρίζεται πως δεν έκανε μια νοσταλγική ταινία. «Πηγαίνει πιο βαθιά από τη νοσταλγία, που είναι απλώς ένα αφηγηματικό εργαλείο για να πω την ιστορία που θέλω». Η ιστορία είναι ταυτόχρονα μια πορεία ενηλικίωσης, κατά το πρότυπο ενός λογοτεχνικού bildungsroman, αλλά και μια διεργασία αστικής αυτογνωσίας.

«Είναι μια ταινία για τη διαχείριση της απώλειας», λέει ο Τάσος Μπουλμέτης. Και η απώλεια στον «Νοτιά» συμβολίζεται από τα κορίτσια που ερωτεύεται ο ήρωας (Γιάννης Νιάρρος), το καθένα από τα οποία είναι μια βαθμίδα μύησης στην πολιτική συνειδητοποίηση. Η Αθήνα γίνεται μία σκηνή, τοπίο προβολής φαντασιώσεων, επιθυμιών και σπασμών, αλλά πέραν αυτού και ένα απολύτως ρεαλιστικό αστικό τοπίο που σαν τροφός θα πάρει τον ήρωα-παιδί και θα τον παραδώσει άντρα.

Είναι η πρώτη φορά που γίνεται σοβαρή απόπειρα ανασύστασης της αστικής ατμόσφαιρας της Αθήνας εκείνη την εποχή, που για τους σημερινούς 50άρηδες και πάνω είναι κάτι πέρα από νοσταλγική αναβίωση. Μοιάζει περισσότερο με «υποχρεωτική» ενδοσκόπηση. Και για τους νεότερους; Η αλήθεια είναι πως οι σημερινοί εικοσάρηδες γνωρίζουν ελάχιστα, και κυρίως από τους γονείς τους, για εκείνα τα χρόνια και την ατμόσφαιρά τους. «Πολλά νέα παιδιά που είδαν την ταινία παρατήρησαν έκπληκτα ότι, π.χ., υπήρχαν φοιτητικές συνελεύσεις (και) τότε...».

«Τότε» άρχισαν πολλά από όσα επιβιώνουν κουρασμένα ή κακοφορμισμένα σήμερα, αλλά αυτό που μοιάζει να επιπλέει από τον «Νοτιά» είναι ένα δίπολο αυτοσυνειδησίας και αναβάπτισης. Η αφήγηση πάνω στον καμβά της «παλιάς» Αθήνας γίνεται ένας κυλιόμενος διάδρομος παλινδρόμησης και αυτογνωσίας. Και είναι περίεργο για όσους ζήσαμε εκείνα τα χρόνια, που τότε, παρά την υστέρηση και τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας, τα θεωρούσαμε χρόνια «μοντέρνας ζωής», να αποκτούν τώρα πατίνα και να απαιτούν φίλτρα ιστορικού φακού για να αποκτήσουν αληθοφάνεια και ρεαλιστικές διαστάσεις.

Με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας ξαναγεννήθηκε η Αθήνα του 1975. Ο Τάσος Μπουλμέτης λέει πως ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν σημεία που να διατηρούν την εξωτερική ομοιότητα με τη ζωή πριν από 40-45 χρόνια. «Κάναμε εξαντλητικό ρεπεράζ», λέει, «και αναζητήσαμε με το μοιρογνωμόνιο κάποια σημεία». Με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας ζωντάνεψαν και πάλι η Ομόνοια και το Σύνταγμα του ’70, τα κτίρια, τα λεωφορεία, τα τρόλεϊ και τα Ι.Χ., οι προσόψεις των καταστημάτων και οι εμπορικές στοές.

Η γνωστή ως «Στοά του Χόλιγουντ» ξαναφτιάχτηκε από την αρχή. Καθαρίστηκε, οπότε το vintage look που έχει από τα αθηναϊκά ’50s επανήλθε. Είναι το μεγάλο κτίριο της οδού Ακαδημίας, στο ύψος της πλατείας Κάνιγγος, ένα ογκώδες μοντερνιστικό οικοδόμημα με ψευδοκίονες της δεκαετίας του ’50, έργο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Λυγίζου. Αυτός ο δαιδαλώδης οικοδομικός οργανισμός, που συνδέθηκε με την κινηματογραφική παραγωγή του ’60, εισέρχεται στον «Νοτιά» ως στοιχείο αθηναϊκής ζωής, συμβολικά (ως μεγα-μικρόκοσμος) αλλά και πραγματιστικά, ως τόπος δράσης. Είναι η αστική γεωγραφία που εν πολλοίς ορίζει και τη διαδρομή της κινηματογραφικής κάμερας, όλος αυτός ο βαθύς κόσμος που ανοίγεται σε σπείρες, ακτίνες και κύκλους από την Ομόνοια και το Σύνταγμα. «Είναι μια μεσοαστική διαδρομή», λέει ο Τάσος Μπουλμέτης, που καθώς αναφέρεται στη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, υπονοεί παράλληλα και όλο αυτό το ωστικό κύμα από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έως τώρα.

Ενας διάδρομος

Ο «Νοτιάς» μοιάζει να «χρησιμοποιεί» έναν νοσταλγικό διάδρομο προς την Αθήνα του άμεσου χθες καθώς η γενιά του ήρωα είναι η δυσφημισμένη γενιά του Πολυτεχνείου. Ο Τάσος Μπουλμέτης κρατά συνειδητά αποστάσεις από τις συναισθηματικές, ανεπεξέργαστες και πηγαίες κρίσεις που ισοπεδώνουν και λειαίνουν αποχρώσεις, διαφορές και προσωπικές διαδρομές. «Στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών», λέει ο Τάσος Μπουλμέτης, «συμμετείχαν τότε πολλοί που αργότερα διέπρεψαν καλλιτεχνικά».

Καθώς ο βουβός λόγος που μεταφορικά συνοδεύει τον «Νοτιά» είναι η αδυναμία διαχείρισης της απώλειας, και της ήττας, η αφηγηματική δομή της ταινίας κλιμακώνεται προς την αποκάλυψη μιας κοινωνίας με χάσματα. Ισως γι’ αυτό εξαρχής ο Τάσος Μπουλμέτης ξεκαθαρίζει ότι αυτή η αθηναϊκή ταινία δεν είναι μια ταινία για τη νοσταλγία αλλά μια ταινία που χρησιμοποιεί τη νοσταλγία για να οδηγηθεί κάπου. Και αυτό είναι ένα σημείο καμπής από το οποίο εξακτινώνονται ερωτήματα για την κοινωνία αλλά και τις ατομικές διαδρομές.

Ο ήρωας, o Σταύρος, όπως τον υποδύεται ο Γιάννης Νιάρρος, αναλαμβάνει το βάρος να σηκώσει στους ώμους ένα συμβολισμό, που παρά τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά τείνει να εκπροσωπεί όχι μόνο ένα κλίμα εποχής αλλά κι έναν ανθρωπότυπο. Καθώς το σύνολο της διανομής (από τη Σωτηρία Μαρίνη) απηχεί έναν ακριβή και πιστευτό κόσμο, ακόμη και μέσα από τη γλώσσα του σώματος, τις εκφράσεις και τα ρούχα (Εύα Νάθενα) αλλά και το σκηνικό τοπίο (Σπύρος Λάσκαρης), ο «Νοτιάς» καταφθάνει ως ένα υπερωκεάνιο της αθηναϊκής ζωής στον βαθύ 20ό αιώνα.

Οι λήψεις στη στοά της οδού Σωκράτους, κάτω από την Ομόνοια, μοιάζουν να εκπροσωπούν έναν εμπορικό κόσμο που έχει σήμερα διολισθήσει σε κατάσταση νεκροφάνειας. Δύσκολο να απομονώσεις τη συγκίνηση καθώς ξεπηδάει στα μάτια σου αυτή η Αθήνα, με τον σκοπό να μας αποκαλύπτεται με τον τρόπο της «αισιόδοξη» και «επίκαιρη».

Leave a Reply