Ποινικολόγοι εναντίον κυβέρνησης

Σφοδρή επίθεση κατά της κυβέρνησης αναφορικά με την τροπολογία που εντάχθηκε παραμονές Χριστουγέννων στο νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης και αφορά τη νομιμοποίηση παράνομων αποδεικτικών μέσων, όπως η λίστα Λαγκαρντ, για την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος, εξαπολύει η Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων.

Με βασικό ζητούμενο την απόσυρση της τροπολογίας, η οποία χαρακτηρίζεται «αντισυνταγματική» και «επικίνδυνη», η Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων πραγματοποιεί από κοινού με τον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας και την Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου την προσεχή Τρίτη στις 6 το απόγευμα στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου ανοιχτή συζήτηση επί του θέματος. Στη συζήτηση καλούνται να παρευρεθούν όλοι οι αρμόδιοι φορείς της Πολιτείας αλλά και οι εκπρόσωποι όλων των κλάδων της Δικαιοσύνης προκειμένου να «αναπληρωθεί ο δημόσιος διάλογος που δεν έγινε».

Ζητήματα τυπικά αλλά και ουσίας θέτει, μιλώντας στην «Κ», ο πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Ηλίας Αναγνωστόπουλος. «Η τροπολογία που κατετέθη στη Βουλή στις 22/12 καταγράφηκε ως εκπρόθεσμη. Στις 24 του μηνός δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ χωρίς να προηγηθεί ο ελάχιστος δημόσιος διάλογος. Μόνο και μόνο γι’ αυτό η παρέμβαση είναι προκλητική, δεδομένου ότι δεν υπάρχει και ζήτημα επείγοντος». Ο κ. Αναγνωστόπουλος αναφερόμενος στην ουσία υποστηρίζει ότι η διάταξη αντιβαίνει στο Σύνταγμα, αλλά και στο άρθρο 177 του ΚΠΔ, που αναφέρει ρητά ότι εάν αποδεικτικό μέσο έχει ληφθεί με αξιόποινη πράξη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

Ενα άλλο ζήτημα που τίθεται από δικηγόρους και δικαστές αφορά το γεγονός ότι οι εισαγγελείς θα κρίνουν εάν συντρέχουν λόγοι ενεργοποίησης της διάταξης. Οπως επισημαίνουν, στάθμιση έχει κάνει το Σύνταγμα και συνεπώς δεν έχει ρόλο ο δικαστής. Οι ίδιοι κύκλοι, παράλληλα, εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις δεδομένου ότι ήδη στα ανώτατα επίπεδα της Δικαιοσύνης η διάταξη έχει κριθεί. Το υπουργείο Δικαιοσύνης στην αιτιολογική έκθεση επισημαίνει πως η διάταξη «λύνει τα χέρια» των εισαγγελέων, ενώ η πρόεδρος του Αρείου Πάγου έχει ήδη ταχθεί υπέρ της.

«Απόλυτα καταδικαστέα» χαρακτηρίζει τη διάταξη και ο αντιπρόεδρος της Ενωσης Γιάννης Ηρειώτης, σημειώνοντας ότι είναι «απαράδεκτο το κράτος να επιφυλάσσει για τον εαυτό του τη χρήση προϊόντων εγκληματικών ενεργειών για να αποδείξει την τέλεση αδικημάτων». «Τι θα γίνει με τα παράνομα αποδεικτικά εάν τελικά η αξιόποινη πράξη δεν αποδειχθεί;» διερωτάται ο κ. Ηρειώτης.

Σε ανάλογο πλαίσιο κυμαίνονται και οι θέσεις των δικηγόρων και μελών της Ενωσης κ.κ. Ολγας Τσόλκα και Τάσου Τριανταφύλλου. «Η συγκεκριμένη διάταξη μπορεί να αποτελέσει κερκόπορτα για να νομιμοποιούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και για άλλα αδικήματα. Εχει χυθεί πολύ αίμα για τα παράνομα αποδεικτικά μέσα και τώρα πάμε στο άλλο άκρο. Θα πρέπει η διάταξη να καταργηθεί άμεσα», υπογραμμίζει ο κ. Τριανταφύλλου.

«Η διάταξη μπήκε στο παρά πέντε και δεν ενημερώθηκε κανένας», τονίζει από την πλευρά της η κ. Τσόλκα, επισημαίνοντας ότι, πέραν της αντισυνταγματικότητας, η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι και ατελής καθώς δεν δίνει το δικαίωμα στον πολίτη να ασκήσει ένδικο μέσο εις βάρος της. «Πότε θα ελέγξει ο πολίτης αν ενήργησαν σωστά οι εισαγγελείς. Οταν τον καλέσουν για απολογία; Μέχρι τότε θα έχει δημευθεί η περιουσία του, θα του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες...».

Leave a Reply