Με τα λόγια της Δήμητρας Πέτρουλα…

Από την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα

***

«Ξαναθυμάμαι τώρα χωρίς να το θέλω, ριγώντας πάλι, τις ώρες που σκοτώθηκε ο Σωτήρης.

Τα χρόνια που είχανε περάσει απ' τα τραγικά γεγονότα των δικώνε μου, ήτανε πολλά. Είχανε σχεδόν πάψει να ματώνουνε οι πληγές της ψυχής μου. Βέβαια ποτέ, μα ποτέ, δεν ησύχαζα και δε συμμεριζόμουνα την αισιοδοξία του Αντώνη μου, γιατί ήξερα πως ακόμα "αυτοί" είχανε την εξουσία στην πατρίδα μου. Ο σκοτωμός του Σωτήρη όμως με συγκλόνισε, με ξαναμάτωσε. "Αυτοί", πάλι... Πάλι μας σκοτώσανε άλλον ένα Πέτρουλα, άλλον ένα Σωτήρη. Και πάλι κανένας τους δεν τιμωρήθηκε. Ακριβώς, όπως τότε. Θυμάμαι πώς έκανε ο αδερφός μου ο Αντώνης μόλις έμαθε για το σκοτωμό του παλικαριού μας. Αλαφιασμένος, αγαναχτισμένος, θυμωμένος και συνάμα συντριμμένος απ' την ξαφνική συμφορά, να τρέχει μαζί με το συχωρεμένο το Μαντηλαρά και το Γιαννόπουλο στο νεκροτομείο να βρει το πτώμα του Σωτήρη. Κι αφού το βρήκε, να καθιστά υπεύθυνο τον περιβόητο Καψάσκη μην τυχόν κι "εξαφανιστεί" το πτώμα. Βλέπεις, ο αδερφός μου ήξερε τα συστήματα "αυτωνώνε". Τον έρημο τον Αντώνη μου! Οσο είχε να κάνει με τον Καψάσκη και τους όμοιούς του, καλά τα 'χε καταφέρει. Επρεπε όμως να πάει αυτός και κανένας άλλος το μαύρο νέο στη μάνα και στον πατέρα του Σωτήρη.

Το πρωτότυπο μιας φωτογραφίας - ντοκουμέντου παραδόθηκε στο Αρχείο του ΚΚΕ. Είναι η φωτογραφία που τραβήχτηκε λίγα λεπτά μετά το χτύπημα του Σωτήρη Πέτρουλα στη διάρκεια των «Ιουλιανών». Ο δημοσιογράφος, τότε, της «Αθηναϊκής» Γιώργος Κουτλίδης, που κάλυπτε την πορεία, μεταφέρει στα χέρια του τον τραυματισμένο από δακρυγόνο Σωτήρη Πέτρουλα

Το πρωτότυπο μιας φωτογραφίας - ντοκουμέντου παραδόθηκε στο Αρχείο του ΚΚΕ. Είναι η φωτογραφία που τραβήχτηκε λίγα λεπτά μετά το χτύπημα του Σωτήρη Πέτρουλα στη διάρκεια των «Ιουλιανών». Ο δημοσιογράφος, τότε, της «Αθηναϊκής» Γιώργος Κουτλίδης, που κάλυπτε την πορεία, μεταφέρει στα χέρια του τον τραυματισμένο από δακρυγόνο Σωτήρη Πέτρουλα"Πώς να πάω, αδερφούλα μου, πώς;" με ρώταγε. "Εγώ είχα πιστέψει πως δε θα μετρήσω άλλους τάφους πια. Πως το ξημέρωμα κοντοζυγώνει". Και γινότανε αυτός μικρούλης κι εγώ μεγάλη και του 'λεγα: "Πρέπει, πρέπει, πρέπει εσύ να πας, εσύ". Και δίσταζε και πισωγύριζε ο Αντώνης μου, λες και δεν ήτανε ποτέ ΕΛΑΣίτης, λες και δεν είχε κάνει ποτέ ούτε φυλακή ούτε εξορία.

Αλήθεια, πώς να πάει; Πώς να πει στους γονιούς πως ο γιος τους, ο λεβέντης τους, ο φοιτητής με τα γαλάζια μάτια, ο Σωτήρης τους, ο Σωτήρης μας, δε ζούσε πια; Πήρε τον Πάγκαλο μαζί κι έναν άλλονε και κίνησε μέσα στη νύχτα για το σπίτι του Σωτήρη. Η μάνα του παλικαριού ούτε που υποψιάστηκε πως τα αίματα στα ρούχα του Αντώνη μου ήτανε του γιου της. Κι ο αδερφός μου βουβάθηκε, δεν της είπε τίποτα για το σκοτωμό. Της είπε πως ο Σωτήρης χτυπήθηκε κι ήτανε στο νοσοκομείο. Στον πατέρα του Σωτήρη μόνο κάποια στιγμή μπόρεσε να ψιθυρίσει την αλήθεια. Η μάνα το 'μαθε μέσα στα γραφεία της ασφάλειας. Γιατί η ασφάλεια είχε πολύ ανησυχήσει μήπως με το σκοτωμό του Σωτήρη γίνουνε κι άλλες διαδηλώσεις και περισσότερες φασαρίες και κάτι τέτοιο δε συνέφερε. Ητανε, βλέπεις, να γυρίσει κι ο βασιλιάς ο Κωνσταντίνος την επόμενη μέρα απ' τις θερινές του διακοπές στην Κέρκυρα, πίσω στην Αθήνα, κι έπρεπε να επικρατεί ηρεμία!

Μόλις μάθανε, λοιπόν, πως ο Σωτήρης σκοτώθηκε στη διαδήλωση, φωνάξανε τους δόλιους γονιούς και τους τάζανε λαγούς με πετραχήλια, για να εξασφαλίσουνε τη σιωπή τους και την άδειά τους να τονε θάψουνε χωρίς να πάρει είδηση ο πολύς κόσμος.

Οι χαροκαμένοι γονιοί δε δεχτήκανε καμιά συζήτηση με την ασφάλεια. Πήγανε μαζί με τον Αντώνη μου και τον Πάγκαλο στο νεκροτομείο ν' αναγνωρίσουνε το πτώμα του λεβέντη τους. Το πτώμα όμως το είχανε ήδη εξαφανίσει, όπως φοβότανε ο αδερφός μου. Ευτυχώς, πήγανε στο τμήμα της οδού Ομήρου κι ο αξιωματικός υπηρεσίας, ένας υπαστυνόμος, τους είπε πως αν θέλανε να προλάβουνε να τρέξουνε στο Τρίτο Νεκροταφείο.

Η Δήμητρα Πέτρουλα καταθέτει λουλούδια κατά τη χτεσινή εκδήλωση

Δεν έχω συγκρατήσει τ' όνομα του υπαστυνόμου, αλλά όπου κι αν βρίσκεται έστω κι αργά, πιστεύω πως όλοι "εμείς" κι όλοι οι Πετρουλαίοι, πρέπει να του πούμε ένα ευχαριστώ.

Χωρίς ανάσα, ο πατέρας, η μάνα, ο Αντώνης κι ο Πάγκαλος τρέχουνε στο Τρίτο. Μπαίνουνε στο νεκροθάλαμο. Δυο μεγάλα φέρετρα κι ένα μικρό. Στο μεγαλύτερο μια γριούλα τόση δα. Στο μικρότερο, σίγουρα για παραπλάνηση, το παλικάρι μας με διπλωμένα τα γόνατα για να χωράει. Με το ίδιο ματωμένο σεντόνι που τόνε είχανε στο νεκροτομείο.

Ξέρω, πως ο περισσότερος κόσμος, για το σκοτωμό του Σωτήρη, αγανάχτησε, πόνεσε, έκλαψε. Ο Αντώνης μου όμως, εκτός από την αγανάχτηση και τον πόνο, είχε πάρει και απόφαση να δώσει μάχη και να πάρει τον νεκρό μας, αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Ετρεμε η καρδιά μου, γιατί το 'ξερα. Δε χρειαζότανε να μου το πει. Το 'βλεπα στα μάτια του. Βεβαιώθηκε πως η μάνα, οι συγγενείς, οι Λαμπράκηδες, ο λαός της Κοκκινιάς, ο Θοδωράκης, φυλάγανε τον νεκρό μας στο Τρίτο κι αυτός με τον πατέρα του Σωτήρη και το Γιαννόπουλο τρέχανε όλο το πρωινό να μπορέσουνε να πάρουνε άδεια, να φέρουνε τον νεκρό πίσω στο νεκροτομείο, να τόνε δούνε δικοί μας ιατροδικαστές και ύστερα στο σπίτι για να τόνε στολίσουμε.

Οι ώρες περνάγανε. Αδεια δε δινότανε. Αλλοι κρυβόντουσαν κι άλλοι φοβόντουσαν ν' αναλάβουνε ευθύνες. Ο αδερφός μου αποφασισμένος πως αυτόνε τον νεκρό μας δε θα τους τόνε άφηνε. "Αυτοί" μπορεί ακόμα να μπορούσανε να σκοτώνουνε και να μένουνε ατιμώρητοι. Αλλά κι ο Αντώνης μου τώρα ήτανε λεύτερος να δώσει μάχη και να τους τόνε πάρει τον σκοτωμένο μας. Ετσι, κλείστηκε σ' ένα γραφείο πρόσωπο με πρόσωπο ο αδερφός μου με τον Καψάσκη. "Αν δεν τηλεφωνήσεις τώρα στον Τούμπα (υπουργός Δημόσιας Τάξης, το 1965) και δεν του ζητήσεις να μας δώσει τον νεκρό, δε θα βγεις κι εσύ ζωντανός από δω μέσα", είπε ο Αντώνης μου.

Αδερφέ μου, για ποιόνε απ' όλους τους νεκρούς μας πολεμούσες εκείνες τις ώρες; Για ποιόνε απ' όλους ή για όλους μαζί; Και, τελικά, το κατόρθωσες. Τους τόνε πήρες! Τόνε πήγες σπίτι του και τόνε στολίσανε γαμπρό και πέρασε η λαοθάλασσα και τόνε προσκύνησε και τον αποχαιρέτησε και τόνε σήκωσε ψηλά, μετέωρο στην αιωνιότητα.

Μας το χρωστάγανε. Αλήθεια, αδερφέ μου. Μας το χρωστάγανε "αυτοί". Ενανε. Ενανε τουλάχιστον απ' όλους αυτούς που μας είχανε σκοτώσει. Να τόνε πάρουμε. Να τόνε στολίσουμε. Να δει κι ο Χάρος ομορφιά, να δει αντρειοσύνη, να δει πως κι εμείς άνιφτο, αχτένιστο κι αστόλιστο δε θέλαμε κανένανε να του δώσουμε. Αλλά δεν το μπορέσαμε τότε, αδερφέ μου, για τους δικούς μας. Το μπορέσαμε όμως, το μπόρεσες για το Σωτήρη μας».

Leave a Reply