«Κλειδί» τα επιτόκια για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, εκτιμά …

Τον σημαντικό ρόλο της αλλαγής των επιτοκίων δανεισμού της χώρας από την Ευρωζώνη στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους αναδεικνύει ειδική μελέτη της Eurobank. Η τράπεζα εξετάζει δύο σενάρια για την ελάφρυνση του χρέους, με το ένα να περιλαμβάνει τις πιο πιθανές επιλογές (επιμήκυνση, περίοδος χάριτος και ενδεχομένως «πάγωμα» επιτοκίων) και το άλλο ένα καθαρό «κούρεμα», το οποίο όμως αυτή τη στιγμή δεν είναι στο τραπέζι.

Η δομή του βασικού πακέτου ελάφρυνσης του χρέους κατά την Eurobank περιλαμβάνει 20ετή επέκταση του χρόνου ωρίμανσης του συνόλου των ευρωπαϊκών δανείων (GLF, EFSF και ESM) που έλαβε (ή αναμένεται να λάβει) η Ελλάδα και παροχή νέας 10ετούς περιόδου χάριτος στις αποπληρωμές τόκων και χρεολυσίων. Σε αυτό το πακέτο εξετάζονται και τρία σενάρια για το ύψος των αντίστοιχων επιτοκίων (αμετάβλητα επιτόκια ή, εναλλακτικά, μετατροπή των υφιστάμενων επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά 0,25% ή 0,50% αντίστοιχα).

Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει ότι μόνο με την 20ετή επιμήκυνση και την παροχή 10 επιπλέον ετών περιόδου χάριτος, το δημόσιο χρέος θα είναι το 2022 στα ίδια επίπεδα (160% του ΑΕΠ) και χωρίς τη λήψη αυτών των μέτρων. Προκύπτει, όμως, σημαντική ελάφρυνση των ακαθάριστων δανειακών υποχρεώσεων τις επόμενες 3-4 δεκαετίες, εάν υπάρξει περαιτέρω μείωση των επιτοκίων επί του συνόλου ή μέρους των ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα. Για παράδειγμα, η μέση ετήσια ελάφρυνση (ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ του 2014) των ακαθάριστων δανειακών υποχρεώσεων την περίοδο 2016-2050 υπολογίζεται σε 1,3 ποσοστιαίες μονάδες εάν δεν υπάρξει μείωση των επιτοκίων και 2,7 ποσοστιαίες μονάδες εάν τα επιτόκια του συνόλου των δανείων μετατραπούν σε σταθερό 0,5%.

Στο σενάριο που προβλέπει καθαρό «κούρεμα» κατά 50% της αξίας των διμερών δανείων από τις χώρες της Ευρωζώνης (GLF) το δημόσιο χρέος θα υποχωρήσει στο 147% του ΑΕΠ το 2022, ενώ αν το «κούρεμα» αφορά και στα δάνεια από τον EFSF, τότε το χρέος θα πέσει στο 115% του ΑΕΠ το 2022.

Πάντως, η τράπεζα επιμένει στην ανάλυση του πρώτου σεναρίου και συμπερασματικά καταλήγει ότι τα εξεταζόμενα μέτρα θα μπορούσαν να καταστήσουν βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος, βάσει του νέου ορισμού βιωσιμότητας, σύμφωνα με τον οποίο η μέση ετήσια δαπάνη της γενικής κυβέρνησης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Παράλληλα, μια περαιτέρω διευθέτηση των υφιστάμενων επιτοκίων θα συνέβαλλε καθοριστικά στη διασφάλιση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, καθώς «απρόβλεπτες μελλοντικές αυξήσεις στα διατραπεζικά επιτόκια Euribor ή/και στα επιτόκια με τα οποία δανείζεται ο μηχανισμός στήριξης ESM από τις αγορές θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική άνοδο στις δαπάνες του ελληνικού Δημοσίου για την αποπληρωμή τόκων (έως και 15,5 δισ. ευρώ σωρευτικά την επόμενη 50ετία, για κάθε αύξηση 0,25 ποσοστιαίων μονάδων στα ανωτέρω διατραπεζικά επιτόκια από το 2020 και εντεύθεν)».

Πάντως, οι αναλυτές της Εurobank επισημαίνουν ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αποτελεί την πιο σημαντική προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας μεσοπρόθεσμα.

Leave a Reply