Η «ειδική σχέση» της Ρωσίας με τη Μ. Ανατολή

«Οι Ρώσοι ξανάρχονται» στη Μέση Ανατολή! Σ’αυτό τον τόνο συντονίστηκαν, την εβδομάδα που πέρασε, διεθνή πρακτορεία και δυτικά μέσα ενημέρωσης, που έκαναν λόγο για απότομη ενίσχυση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία.

Η αρχή έγινε με πολύκροτο δημοσίευμα των New York Times, το περασμένο Σαββατοκύριακο. Η ισχυρής επιρροής αμερικανική εφημερίδα ανέφερε ότι οι Ρώσοι ανέπτυξαν περιορισμένη στρατιωτική δύναμη στη Συρία και έστειλαν τον αναγκαίο εξοπλισμό για την κατασκευή αεροπορικής βάσης στη Λαττάκεια, ένα από τα βασικά οχυρά του καθεστώτος Ασαντ, στη Μεσόγειο. Ακολούθησε η απόφαση της Βουλγαρίας να αρνηθεί –κατόπιν αμερικανικών πιέσεων– τη διέλευση ρωσικών αεροπλάνων από τον εναέριο χώρο της. Η Σόφια επικαλέσθηκε βάσιμες πληροφορίες ότι τα ρωσικά αεροπλάνα μετέφεραν όχι μόνο ανθρωπιστική βοήθεια στους Σύρους, αλλά και στρατιωτικό εξοπλισμό στον Ασαντ. Ολα αυτά τροφοδότησαν τη φιλολογία περί κλιμάκωσης της ρωσικής «διείσδυσης» στην περιοχή – μια φιλολογία που χαρακτηρίστηκε από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ως «παράξενη υστερία».

«Ειδική σχέση»

Η αλήθεια είναι ότι η Ρωσία ουδέποτε «αποχώρησε» από τη Μέση Ανατολή, για να «επιστρέψει», τάχα, σήμερα. Η Συρία ήταν πολιτικός και στρατιωτικός σύμμαχος της Μόσχας ήδη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, παρότι το πάντα πραγματιστικό καθεστώς της Δαμασκού φρόντιζε να εξισορροπεί αυτή την «ειδική σχέση» με τη διατήρηση οδών επικοινωνίας με τη Δύση. Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Διατηρώντας τη ναυτική βάση της στην Ταρτούς, τη μοναδική ρωσική βάση στη Μεσόγειο, η Ρωσία δεν έκρυψε ποτέ ότι προμηθεύει το καθεστώς Ασαντ με όπλα –όπως κάνει και με άλλες, φιλικές προς τη Δύση αραβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου– χωρίς να παραβιάζει σε τίποτα το διεθνές δίκαιο. Την Πέμπτη, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ αναγνώρισε ότι τα επίμαχα ρωσικά αεροπλάνα όντως μετέφεραν, πλην της ανθρωπιστικής βοήθειας, και όπλα για το καθεστώς Ασαντ, βάσει ήδη υπογεγραμμένων συμβάσεων.

Και σε κάθε περίπτωση, αναρωτιέται κανείς πώς νομιμοποιείται όλος αυτός ο θόρυβος για τα ρώσικα όπλα και τους Ρώσους στρατιωτικούς στη Συρία, όταν είναι πασίγνωστο και ομολογημένο ότι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, με πρώτη την Αμερική, στέλνουν όπλα και εκπαιδεύουν με στρατιωτικούς τους μαχητές της αντιπολίτευσης που αγωνίζεται εναντίον του Ασαντ – και πολλοί από τους οποίους βρίσκονται, πολύ γρήγορα, μαζί με τα όπλα τους, σε οργανώσεις τζιχαντιστών. Είναι πολύ πιθανό, πάντως, να υπάρχει και λίγη φωτιά πίσω από τον καπνό. Η ρωσική εφημερίδα «Κομερσάντ» ανέφερε ότι η Μόσχα παραδίδει στον Ασαντ, πέραν των ελαφρών όπλων, τεθωρακισμένα, αρματαγωγά και σειρά άλλων όπλων που ενισχύουν σοβαρά τη δύναμη πυρός του συριακού στρατού. Από την πλευρά του, ο υπουργός Αμυνας του Ισραήλ, Μοσέ Γιααλόν, επιβεβαίωσε ότι η Ρωσία έχει στείλει στη Συρία ειδικούς και μικρή μάχιμη μονάδα, με βασική αποστολή την κατασκευή βάσης στη Λαττάκεια.

Πέραν της προφανούς ανάγκης να ενισχυθεί ο Ασαντ απέναντι στους ολοένα και απειλητικότερους τζιχαντιστές, που κερδίζουν έδαφος, οι κινήσεις αυτές του Κρεμλίνου φαίνεται ότι εξυπηρετούν και έναν δεύτερο πολιτικό στόχο: να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση του προέδρου Πούτιν έναντι της Δύσης, ενόψει της παρουσίας του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη – της πρώτης ύστερα από οκτώ ολόκληρα χρόνια.

Εκεί, ο Ρώσος πρόεδρος θα έχει την ευκαιρία να συζητήσει με τους Δυτικούς ηγέτες το δέον γενέσθαι για την αντιμετώπιση του συριακού προβλήματος, που μπορεί να φέρει πιο κοντά τις δύο πλευρές, παρά την ψυχροπολεμική υποτροπή στις μεταξύ τους σχέσεις λόγω της κρίσης στην Ουκρανία. Ειδικά οι Ευρωπαίοι έχουν κάθε λόγο να επείγονται, λόγω του προσφυγικού κύματος, που αποκτά παλιρροϊκά χαρακτηριστικά.

Από πολιτική άποψη, ο Ρώσος πρόεδρος βρίσκεται ήδη σε θέση ισχύος, όταν υπενθυμίζει στους Ευρωπαίους ότι συνέπλευσαν με τις ΗΠΑ εναντίον του Ασαντ, για να «λουστούν» τώρα τις συνέπειες, με το προσφυγικό κύμα που προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος.

Οι Ευρωπαίοι

Τις σκληρές αυτές πραγματικότητες δεν αγνοούν, και δεν μπορούν πλέον να αγνοήσουν, ούτε οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι. Πρώτος ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών, Σεμπάστιαν Κουρτς, έσπασε το ταμπού Ασαντ, δηλώνοντας, την περασμένη Τρίτη, ότι, παρά τα «εγκλήματα» που έχει διαπράξει ο Ασαντ, η Δύση οφείλει να εγκαινιάσει μια νέα, πιο «πραγματιστική» σχέση μαζί του εναντίον του κοινού εχθρού, του «Ισλαμικού Κράτους». Ταυτόσημες ήταν οι θέσεις του Ισπανού ομολόγου του, Χοσέ Μανουέλ Γκαρσία Μαργκάγιο. Αλλά και η Γαλλία, η οποία περιοριζόταν σε βομβαρδισμούς του «Ισλαμικού Κράτους» μόνο στο Ιράκ, για να μην ενισχύσει τον Ασαντ, εμφανίστηκε τώρα έτοιμη να κυνηγήσει τους τζιχαντιστές και επί συριακού εδάφους. Τελευταίο στη σειρά αλλά όχι και σε σημασία δείγμα είναι η διαφαινόμενη μεταστροφή της Βρετανίας.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Γκάρντιαν», ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον θα προτείνει σχέδιο πολιτικής επίλυσης του συριακού προβλήματος, με σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας και παραμονή του Ασαντ στην προεδρία για μεταβατική περίοδο έξι μηνών, μέχρι τις εκλογές. Εννοείται, σε συνεννόηση με τη Ρωσία, αλλά και με το Ιράν, η συμφωνία του οποίου με τη Δύση για το πυρηνικό πρόγραμμα, ανοίγει νέους δρόμους συνεργασίας και στο συριακό πρόβλημα. Ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουν πολλοί...

Leave a Reply