Δημόσιος διάλογος δίχως ουσία

Π​​ολλά και διάφορα ακούστηκαν από τα χείλη του πρωθυπουργού και των υπουργών του κατά την τριήμερη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης στη Βουλή. Η κοινή συνισταμένη τους ήταν τριπλή. Την αποτελούσαν ένα κατηγορητήριο κατά των κυβερνήσεων προ της 25ης Ιανουαρίου για την κατάσταση στη χώρα, μια σειρά ψεμάτων και διαστρεβλώσεων για τις επιδόσεις της κυβέρνησης από τις προηγούμενες εκλογές έως τις 20 Φεβρουαρίου και ένα ειδυλλιακό παραλήρημα αισιοδοξίας περί σχεδίων και στόχων στη νέα θητεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που θα βγάλουν την Ελλάδα από την κρίση μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Ακόμη και για δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας μέσα στα επόμενα δύο χρόνια ακούσαμε. Μακάρι, αλλά όλα αυτά θυμίζουν πολύ έντονα το περιβόητο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης με τα γνωστά αποτελέσματά του...

Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι από τη συζήτηση στη Βουλή προέκυψε για άλλη μια φορά η αίσθηση πως η κυβέρνηση κυρίως και η ελληνική πολιτική τάξη γενικότερα δεν αντιλαμβάνονται στοιχειωδώς τις εξελίξεις. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Ουσιαστικά δεν διαφέρει και δεν αποτελεί πρωτοπορία της κοινωνίας για να τη σύρει προς κατευθύνσεις που θα την αναμορφώσουν. Ελάχιστος λόγος γίνεται στον δημόσιο διάλογο για την ανάγκη παραγωγής πλούτου ή περισσότερου πλούτου, και πώς θα κατορθωθεί αυτό για να επιβιώνει η χώρα μέσα στο ανελέητα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί.

Ελάχιστος επίσης είναι ο προβληματισμός για το τρομακτικό πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος, με δεδομένο τον τεράστιο, αριθμητικά και ποσοστιαία, πληθυσμό των συνταξιούχων, ειδικά σε μια χώρα που μαστίζεται από ανεργία και υπογεννητικότητα.

Και αν τα παραπάνω αφορούν άμεσα το εσωτερικό της χώρας, κανείς σχεδόν δεν αναφέρεται στην τεχνολογία, που αναπτύσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και κάνει πελώρια άλματα σε πάρα πολλούς τομείς, κόβοντας ταυτόχρονα θέσεις εργασίας. Σε συνδυασμό βέβαια με τη νεοφιλελεύθερη λογική του ανταγωνισμού –που έχει επιβληθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου–, προκειμένου να περιοριστεί το κόστος λειτουργίας και εργασίας. Με την επισήμανση ταυτόχρονα ότι οι κοινωνίες, όπως η ελληνική, που έχουν μικρή σχέση με την τεχνολογία και την ανάπτυξή της μένουν συνεχώς όλο και πιο πίσω από άλλες με περισσότερη επαφή.

Aρα γίνεται όλο και λιγότερο ανταγωνιστική, καθώς τα άλματα από τα υψηλότερα επίπεδα πραγματοποιούνται ταχύτερα από εκείνα στα χαμηλότερα.

Βυθισμένη στην εσωστρέφεια και στον επαρχιωτισμό της, η ελληνική κοινωνία δεν ασχολείται στο σύνολό της με όσα φοβερά και τρομερά γίνονται στο διεθνές περιβάλλον. Αν όμως αυτό μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενο και εξηγήσιμο, δεν μπορεί να συγχωρηθεί ότι το ίδιο ισχύει λίγο-πολύ και για την πολιτική τάξη, που έχει την ευθύνη να διοικεί και να καθοδηγεί τη χώρα. Με τη δική της βούληση μάλιστα, αφού τα στελέχη της με δική τους επιθυμία μπήκαν στην πολιτική και δεν εξαναγκάστηκαν. Δεν είναι δυνατόν να μην τους απασχολούν τα προβλήματα σε βάθος, να μην αντιλαμβάνονται τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς δυνάμεων διεθνώς, να μην είναι ρεαλιστές, να μη βλέπουν στο μέλλον, να μην ακροάζονται τους κινδύνους και τις συνέπειες για τη χώρα από τις διεθνείς εξελίξεις, να μην προσπαθούν να αποκτήσουν προσβάσεις στο εξωτερικό, να μη μαθαίνουν από τις εμπειρίες άλλων, να μην ξέρουν στοιχειωδώς κάποια ξένη γλώσσα, ή να παραμένουν στα ήθη και στις συνήθειες περασμένων εποχών, αποφεύγοντας τον κοσμοπολιτισμό.

Η Ελλάδα είναι πολύ μικρή χώρα, με μύρια όσα προβλήματα, σε μια πολύ ευαίσθητη περιοχή, αλλά ευτυχώς ενταγμένη σε συστήματα όπως η Ευρωπαϊκή Eνωση, το ΝΑΤΟ και η Δύση. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους που σχετίζονται ευθέως με την επιβίωσή της, η πολιτική της τάξη είναι υποχρεωμένη να έχει τα μάτια και τα αυτιά της ανοιχτά, να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, να είναι ευέλικτη, να έχει γνώσεις και να μαθαίνει, να λειτουργεί ορθολογιστικά και με ρεαλισμό. Τα όνειρα και τα οράματα που θέλουν τη χώρα ανάδελφη, ένα «χωριό του Αστερίξ», διαφορετική από όλους τους άλλους στο παγκόσμιο στερέωμα, όχι μόνο δεν έχουν θέση, αλλά είναι άκρως επικίνδυνα. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν πρώτα στην κυβέρνηση, όπως και στα άλλα κόμματα, για να περιοριστούν κάπως οι αρλούμπες και τα παραμύθια στον δημόσιο διάλογο. Μήπως και καταφέρει να σωθεί η χώρα...

Leave a Reply