Όταν ακούει κανείς για τρομοκράτες εν έτει 2016, το μυαλό του πάει συνήθως στην «κλασική» φιγούρα του τζιχαντιστή: Άνδρας με Καλάσνικοφ, οργισμένο ύφος, πιθανότατα κουκούλες και εμβλήματα της εκάστοτε οργάνωσης. Το συγκεκριμένο στερεότυπο ξεφεύγει από τα όρια των ΜΜΕ και του ευρέος κοινού, και συναντάται ακόμη και στη σφαίρα των επαγγελματιών του χώρου, οι οποίοι συχνά «παρασύρονται» από αυτό.
«Αυτοί που ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της τζιχάντ, φανταζόμαστε, είναι κυρίως άνδρες» γράφει σχετικά ο Φρεντ Μπάρτον, αντιπρόεδρος Intelligence της Stratfor- υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι τον προηγούμενο μήνα, η επίθεση του Σαϊέντ Φαρούκ και της συζύγου του, Τασφίν Μαλίκ, στην Καλιφόρνια, «ξύπνησε» το ευρύ κοινό, υπενθυμίζοντας ότι και οι γυναίκες είναι εξίσου ικανές να χρησιμοποιήσουν όπλο ή να φτιάξουν βόμβες.
Γενικότερα, εάν προβαίναμε σε κατηγοριοποιήσεις όσον αφορά στις γυναίκες- τρομοκράτες, τότε θα έπρεπε να διακρίνουμε κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες: Η πρώτη είναι η ευρεία κατηγορία αυτών που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν ως «θύματα», με την ευρεία έννοια του όρου: Περιπτώσεις γυναικών που «παρασύρθηκαν» από τους συντρόφους τους (ενεργούς τρομοκράτες) ή περιπτώσεις «Συνδρόμου της Στοκχόλμης», όπως αυτή της Πάτι Χιρστ.
Μια δεύτερη κατηγορία, η οποία ξεχωρίζει λόγω του ασύμμετρου εκ των πραγμάτων χαρακτήρα της, είναι αυτή των βομβιστών αυτοκτονίας, όπου ουσιαστικά χρησιμοποιούνται ως «όπλα»: Γενικότερα το κεφάλαιο των επιθέσεων αυτοκτονίας επιδέχεται ενδελεχούς ανάλυσης, καθώς, αν και αποτελεί κυρίως πρακτική που αποδίδεται σε ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις (αν και έχουν υπάρξει εξαιρέσεις, όπως των «Τίγρεων Ταμίλ» στη Σρι Λάνκα, που είχαν μαρξιστικό/ λενινιστικό χαρακτήρα, αλλά είχαν πραγματοποιήσει και αυτοί με τη σειρά τους επιθέσεις αυτοκτονίας), δεν είναι λίγοι αυτοί στις τάξεις του ριζοσπαστικού Ισλάμ που την απορρίπτουν. «Συγγενική» με αυτή την κατηγορία (ή υποκατηγορία) θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι αυτή των ισλαμιστριών οι οποίες «θέτουν εαυτόν» στην υπηρεσία της τζιχάντ με άλλα, θεωρούμενα «γυναικεία» μέσα: Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις γυναικών οι οποίες επιδιώκουν την ένταξή τους στο Ισλαμικό Κράτος προκειμένου να γίνουν σύζυγοι τζιχαντιστών, με στόχο να γεννήσουν παιδιά- μελλοντικούς μαχητές.
Σε κάθε περίπτωση, εξετάζοντας κανείς τις περιπτώσεις παλαιστινιακών οργανώσεων που επιδόθηκαν σε επιθέσεις αυτοκτονίας, αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες παρέμεναν χαμηλά όσον αφορά στην «αξιοποίησή» τους ως βομβιστριών αυτοκτονίας (στην ουσία το φαινόμενο άρχισε να παρατηρείται μετά τη δεύτερη ιντιφάντα). Αυτό φαίνεται να οφείλεται στην αντίθεση πολλών θρησκευτικών ομάδων σε αυτό- αλλά αυτό άλλαξε όταν το άρχισε η Φάταχ, με τη Χαμάς και άλλες οργανώσεις να ακολουθούν. Πάντως, η πλειονότητα εξακολουθούσαν να είναι άνδρες- αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό δεν ισχύει στις περιπτώσεις τουρκικών και κουρδικών οργανώσεων, καθώς και των Τίγρεων Ταμίλ, που φάνηκαν να χρησιμοποιούν εξίσου άνδρες και γυναίκες σε επιθέσεις αυτοκτονίας.
Μία τρίτη κατηγορία, η οποία φαίνεται να περιλαμβάνει τις πιο «δραστήριες»/ ενεργές γυναίκες- τρομοκράτες, οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν «θύματα», καθώς έχουν ενεργότατο (και όχι «ακολούθου», ή ατόμου που έχει παρασυρθεί από ισχυρές προσωπικότητες) ρόλο, είναι τα μέλη οργανώσεων που επικεντρώνονται σε άσκηση πολιτικής ένοπλης βίας- με χαρακτηριστικότατα παραδείγματα σε περασμένες δεκαετίες, σε ακροαριστερές/ κομμουνιστικού χαρακτήρα οργανώσεις, όπως η «Φράξια Κόκκινος Στρατός» και οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γυναίκες δεν φαίνονται να διαφέρουν ιδιαίτερα από τους άνδρες, λειτουργώντας ως ιδρυτικά μέλη, οργανωτές/ σχεδιαστές και γενικότερα άτομα τα οποία έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί αυτόνομα, χωρίς να «παρασυρθούν».
Ο Μπάρτον υπενθυμίζει περιπτώσεις του παρελθόντος, όπως της Μαγκνταλένα Κοπ, Γερμανίδας συζύγου του Ίλιτς Ραμίρεζ Σάντσεζ (γνωστού ευρύτερα ως «Κάρλος το Τσακάλι»), η οποία ήταν η στενότερη συνεργός του, βοηθώντας τον σε βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες κατά την πιο δραστήρια περίοδό του, τη δεκαετία του 1970. «Υπάρχει μία κοινή αντίληψη ότι οι γυναίκες που εμπλέκονται στο έγκλημα έχουν χειραγωγηθεί ή “πειστεί” να μπουν στη μάχη. Αλλά ως νεαρή στη Γερμανία, η Κοπ είχε εμπλακεί από μόνη της- όταν συνάντησε τον Κάρλος, ήταν ήδη εξτρεμίστρια – σε μια περίπτωση η οποία θυμίζει αυτήν της Μαλίκ, η οποία είχε ριζοσπαστικοποιηθεί πριν συναντήσει τον σύζυγό της στις ΗΠΑ.
«Τέτοιου είδους ζευγάρια τρομοκρατών δεν αποτελούν νέο φαινόμενο. Και, όσο συναισθηματικές επικεφαλίδες και αν μπορεί να δημιουργούν, δεν είναι ούτε οι γυναίκες – εκτελέστριες, τρομοκράτες και βομβιστές αυτοκτονίας. Πέρα από τον Κάρλος και την Κοπ, προηγούμενες ομάδες άνδρα-γυναίκας περιλαμβάνουν τον διάσημο Αργεντινό επαναστάτη Τσε Γκεβάρα και τη σύζυγό του Αλέιντα Μαρτς, καθώς και τους Ρενάτο Κούρτσιο και Μαργκερίτα Καγκόλ, των Ερυθρών Ταξιαρχιών, που πραγματοποιούσαν απαγωγές και έβαζαν βόμβες στον αγώνα τους για μια κομμουνιστική Ιταλία. Η ιδρύτρια και επικεφαλής του Ιαπωνικού Κόκκινου Στρατού ήταν γυναίκα, η Φουσάκο Σιγκενόμπου.
Τσετσένες “μαύρες χήρες” έκαναν βομβιστικές επιθέσεις σε αεροπλάνα στη μάχη κατά της Ρωσίας, και το 1991 ήταν μια γυναίκα βομβίστρια αυτοκτονίας που δολοφόνησε τον Ινδό πρωθυπουργό, Ρατζίβ Γκάντι. Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζέραλντ Φορντ, δύο φορές κινδύνεψε στα χέρια δύο επίδοξων εκτελεστριών: Πρώτα της Λινέτ “Squeaky” Φρομ, και δύο εβδομάδες μετά, της Σάρα Τζέιν Μουρ. Και σήμερα διαβόητες εγκληματίες όπως η Βρετανίδα “Λευκή Χήρα”, Σαμάνθα Λιουθγουέιτ, δημιουργούν επικεφαλίδες ακριβώς επειδή δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα μας για το πρόσωπο ενός δολοφόνου» γράφει ο Μπάρτον.
Οι προαναφερθείσες δεν είναι οι μόνες στη λίστα αυτή: Μία ιδιαίτερα γνωστή φυσιογνωμία του χώρου ήταν η Ουλρίκε Μάινχοφ, της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός», η οποία αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της, ενώ ευρέως γνωστή, όπως προαναφέρθηκε, είναι η υπόθεση της Πάτι Χιρστ, η οποία μετά την απαγωγή της από τον «Symbionese Liberation Army» κατέληξε μέλος του, σε μια ιδιαίτερη περίπτωση «Συνδρόμου της Στοκχόλμης». Επίσης, στην Ελλάδα δεν λείπουν οι περιπτώσεις γυναικών τα ονόματα των οποίων έχουν αναφερθεί σε σχέση με υποθέσεις τρομοκρατίας, όπως της Πόλας Ρούπα, συντρόφου του Νίκου Μαζιώτη και συνδεόμενη με την υπόθεση του «Επαναστατικού Αγώνα».
Open all references in tabs: [1 - 3]