Πρεμ Γουάτσα, Γουίλμπορν Ρος και Τζον Πόλσον αυτή την εβδομάδα θα βρεθούν εκτάκτως στην Αθήνα για λιγότερο από 48 ώρες. Το γεγονός, από μόνο του, συνιστά είδηση πρώτου μεγέθους, καθώς σπάνια τρεις κορυφαίοι head managers, παγκοσμίως, βρίσκονται ταυτόχρονα σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα – πολύ δε περισσότερο στην ελληνική.
Ο λόγος της εδώ παρουσίας τους –τον άτυπο συντονισμό της οποίας έχει ο κ. Γουάτσα– θα είναι κυρίως να ενισχύσουν την εικόνα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού. Ως γνωστόν, άλλωστε, οι ίδιοι έχουν επενδύσει εδώ πολλά εκατομμύρια δολάρια τα τελευταία χρόνια, αν και η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν καταγράψει ζημίες.
Κατά μόνας, στο παρελθόν, επισκέφθηκαν αρκετές φορές την Αθήνα. Ομως όλοι μαζί δεν έχουν ξαναβρεθεί εδώ. Στην ατζέντα τους υπάρχουν συναντήσεις με κυβερνητικούς και άλλους παράγοντες, ενώ οι πληροφορίες αναφέρουν ότι, πέραν όλων των άλλων, θα ασχοληθούν και με τις ελληνικές τους επενδύσεις. Βασική αποστολή τους, ωστόσο, θα είναι να αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα όπου επιμένουν να επενδύουν, και βεβαίως να τη «διαφημίσουν» προς τα έξω, μέσω της παρουσίας τους.
Ανεξαρτήτως αυτής της επίσκεψης, πάντως, το κρίσιμο ερώτημα των ξένων αλλά και των Ελλήνων επενδυτών παραμένει: γιατί σε ένα μέλος της Ευρωζώνης, με τρία μνημόνια και συνεχείς προσπάθειες αναδιάρθρωσης, όλα παίρνουν δύσκολα «μπρος». Μια καλή απάντηση ενδεχομένως να ήταν αυτή που έδωσε στην «Κ» κορυφαίος τραπεζίτης, στα μέσα της εβδομάδας που πέρασε. Η ανάπτυξη σε μια χώρα είναι «απλά μαθηματικά», είπε.
Για παράδειγμα, το σύνολο της αποταμίευσης στην Ελλάδα κυμαίνεται σήμερα μεταξύ 6% και 7% ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 20%. Με αυτή την αντιστοιχία «δεν πας πουθενά», τόνισε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
«Κι αυτό ακριβώς», σημείωνε, «είναι που πρέπει να καταλάβει αυτή η κυβέρνηση και η οποιαδήποτε κυβέρνηση. Για να κάνεις την καμπή ανόδου, τη χρειάζεσαι την ξένη αποταμίευση, για να έρθει και να επενδύσει.
Μόνο που, για να το κάνει, πρέπει να γίνεις ελκυστικός. Αλλά εμείς δεν το κάνουμε. Αντιθέτως. Αρα, ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται».
Η κυβέρνηση, πάλι, επενδύει στο γεγονός ότι «κάτι» θα γίνει στο τέλος και με «κάποιον τρόπο» θα δοθεί η πολυπόθητη ώθηση στην οικονομία. Τι θα μπορούσε να είναι αυτό το «κάτι»; Για παράδειγμα, η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, που για κάποιον, ανεξήγητο, λόγο θεωρείται πλέον θέμα χρόνου στην Αθήνα. Μόνο που όσοι γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της τελευταίας ελληνικής επίσκεψης στη Φρανκφούρτη (του Προέδρου της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλου) μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι «δεν υπάρχει κανένα τέτοιο θέμα όσο εκκρεμεί η αξιολόγηση». Ποιο μήνυμα έστειλε προσωπικά ο Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι στην Αθήνα; «Τελειώνετε», με μια λέξη. Και ο κ. Παυλόπουλος προφανώς θα το έχει ήδη μεταφέρει, όπου δει.
Στο μεταξύ, ενώ το κλίμα είναι ήδη βαρύ, ως προς τη διαπραγμάτευση, έρχονται και επιμέρους προβλήματα να το κάνουν βαρύτερο. Ακόμα και δευτερεύοντα, που όμως λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στο τέλος της ημέρας. Οπως, για παράδειγμα, η επιστολή που φέρεται να έστειλε ξένο fund για την ιστορία των τραπεζικών διοικήσεων.
Ομως, ο πραγματικός λόγος ανησυχίας είναι άλλος, «εξωτερικός», αφορά την κρίση που μαίνεται στις διεθνείς αγορές, εξαιτίας κυρίως της Κίνας, των commodities και του ενδεχόμενου Brexit. Κι αυτό ακριβώς είναι που προκαλεί τον μεγαλύτερο εκνευρισμό και την όποια ανησυχία.
Ο εκνευρισμός φέρνει, με τη σειρά του, απώλεια της ψυχραιμίας, και, με τα αποθέματα της υπομονής να έχουν εξαντληθεί, το μείγμα γίνεται επικίνδυνο. Γι’ αυτό και η προτροπή όσων ακόμα ενδιαφέρονται πραγματικά για την Ελλάδα είναι επίμονη και επαναλαμβανόμενη: «Τελειώνετε» με τη διαπραγμάτευση, όσο είναι ακόμα καιρός.