Μετριάζει τις προσδοκίες των δανειοληπτών που έχουν λάβει δάνειο σε ελβετικό φράγκο η χθεσινή απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που έκρινε ότι οι πράξεις συναλλάγματος που αποτελούν μέρος της σύμβασης ενός δανείου σε ξένο νόμισμα, δεν αποτελούν επενδυτική υπηρεσία, οπότε και η χορήγηση του δανείου αυτού δεν υπόκειται στις διατάξεις για την προστασία των επενδυτών.
Η σχετική απόφαση αντικρούει ουσιαστικά την επιχειρηματολογία πως τα δάνεια αυτά θα έπρεπε να έχουν πουληθεί με βάση τους κανόνες της οδηγίας Mifid για τα επενδυτικά προϊόντα, που προβλέπουν την πώλησή τους από πιστοποιημένους υπαλλήλους, την προσυμβατική ενημέρωση του πελάτη και την κατηγοριοποίησή του με βάση το επενδυτικό του προφίλ. Το ΔΕΚ σε αυτή την περίπτωση δεν αποφαίνεται σε σχέση με το κατά πόσο τα προϊόντα αυτά ήταν διαφανή και πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την προστασία του καταναλωτή, θέμα για το οποίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αποφανθεί με προηγούμενη απόφασή του το 2013, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να τηρούνται οι αρχές της διαφάνειας και να είναι σαφής η υποχρέωση που αναλαμβάνει ο δανειολήπτης.
Η απόφαση του ΔΕΚ προκλήθηκε ύστερα από προσφυγή του ζεύγους Λάντος από την Ουγγαρία, οι οποίοι είχαν λάβει δάνειο σε ελβετικό νόμισμα από την Banif Plus Bak για την αγορά αυτοκινήτου, αξιοποιώντας τη συγκυρία των φθηνών επιτοκίων. Η τάση των δανεισμού σε φράγκο κυρίως για την αγορά σπιτιού είχε παρατηρηθεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Στη χώρα μας την περίοδο 2007-2009, περίπου 65.000 δανειολήπτες είχαν καταφύγει σε δάνειο σε ξένο νόμισμα, αξιοποιώντας όχι μόνο τα ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια libor, αλλά και την ευνοϊκή ισοτιμία ευρώ - φράγκου. Σήμερα τα δάνεια αυτά ανέρχονται σε 9 δισ. ευρώ, περίπου, και αρκετοί από αυτούς ακόμη και αν αποπληρώνουν κανονικά τη δόση του δανείου τους, διαπιστώνουν ότι το κεφάλαιο που χρωστούν στην τράπεζα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλύτερο ακόμη και από το κεφάλαιο που είχαν δανειστεί. Αιτία είναι η ενίσχυση του φράγκου σε σχέση με το ευρώ που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, με κορύφωση τον Ιανουάριο του 2015, όταν η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας απελευθέρωσε την ισοτιμία από το κλειδωμένο όριο του 1,20 που ήταν για αρκετό καιρό. Πολλοί δανειολήπτες έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι δεν γνώριζαν τον κίνδυνο που αναλάμβαναν είτε γιατί η ενημέρωση από την πλευρά των τραπεζών δεν ήταν επαρκής ή ότι τα προϊόντα αυτά έχουν επενδυτικά χαρακτηριστικά και δεν θα έπρεπε να πωληθούν ως δάνεια.