Το 2016 ξεκίνησε με κακούς οιωνούς: ύφεση, προσφυγικό, φωτιά στη γειτονιά μας. Από τις χώρες της ευρωπαϊκής κρίσης, η διχασμένη ελληνική κοινωνία αργά και βασανιστικά συνειδητοποιεί το πρόβλημα, μετά την καθολική αποτυχία του πολιτικού της συστήματος, που, αφού την οδήγησε στη χρεοκοπία, τώρα στέκεται ανίκανο να την οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Το τελευταίο δράμα γράφεται από την «πρώτη φορά Αριστερά», που πολλαπλασίασε τα αδιέξοδα και τους εχθρούς της χώρας.
Σήμερα, με μια καθημαγμένη οικονομία, αλλά και με κατεστραμμένες τις ζωές πολλών συμπολιτών μας, βλέπουμε να απειλούνται σημαντικές κατακτήσεις για το έθνος και τους πολίτες: Η συμμετοχή μας στο ευρώ και στη Συνθήκη Σένγκεν. Κατακτήσεις που συνιστούν ένα πλέγμα ασφάλειας και προοπτικής σε μια χώρα με εξαρτημένη οικονομία και ιδιαίτερη γεωγραφική θέση. Η ενδεχόμενη απώλειά τους σημαίνει ανυπολόγιστη εθνική καταστροφή και ένα πολιτικό έγκλημα...
Και μέσα σ’ αυτή την τρικυμία κάποιοι αναρωτιούνται: Ζει η Κεντροαριστερά; Υπάρχει Κεντροαριστερά στα μνημόνια; Υπάρχει ιδεολογία μέσα σε συνθήκες μνημονίων;
Ο Κ. Τσουκαλάς έγραψε πρόσφατα: «Η Αριστερά αναγκάζεται πρώτη φορά να παίζει εκτός πάσης ιδεολογικής έδρας», «καλώς τα παιδιά», που θα έλεγε και ο Αλ. Αλαβάνος.
Η ιδεολογική βάση της Αριστεράς (και το αυτόκλητο ηθικό πλεονέκτημα) χάθηκε άμα τη επαφή με την πραγματικότητα.
Σε μία κοινωνία που έχασε παραδοσιακές βεβαιότητες ραγδαία και απότομα, ίσως λειτουργήσει ως άσκηση αυτογνωσίας και η απολεσθείσα πίστη σε ιδεοληψίες και ψέματα που έθεσαν εκποδών τον ορθολογισμό και την κοινή λογική.
Πώς ορίζονται άρα ιδεολογικά οι εφαρμοζόμενες με τρία μνημόνια πολιτικές στην Ελλάδα από Δεξιά, Κέντρο και Αριστερά; Δύσκολη απάντηση, αν σκεφθούμε –με την κλασική κάθετη διαίρεση της μεταπολίτευσης– ότι οι κύριοι Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί, Σόιμπλε και Τσακαλώτος ανήκουν σε σοσιαλδημοκρατικά, δεξιά και αριστερά κόμματα. Χρεοκόπησαν λοιπόν οι ιδεολογικές διαφορές; Οχι, ούτε πρόκειται, ούτε πρέπει, ούτε μπορεί ποτέ να συμβεί. Αυτό που πρέπει, όμως, να παραδεχθούμε είναι ότι, μαζί με τη χρεοκοπία της χώρας, χρεοκόπησαν οι πολιτικές που είχαν ως κοινό παρονομαστή της καταστροφής τον λαϊκισμό. Τότε η λύση δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στον αντίποδά του: σε ένα κίνημα ανασυγκρότησης, τον «μεταρρυθμισμό».
Με τις λέξεις αυτές, ως «μεταρρυθμισμό» εννοώ ένα κίνημα για την εκ βάθρων αλλαγή των αναποτελεσματικών δομών που δεν επιδέχονται πια επιδιορθώσεις. Ενα ρεύμα που θα βάλει ως προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις που οργανώνουν το κράτος, ανοίγουν και ρυθμίζουν την οικονομία και την παραγωγή και επιβάλλουν κράτος δικαίου απέναντι στον λαϊκισμό, στον κομματισμό, στην άρνηση κανόνων και νόμων και στην αναξιοκρατία.
Η αντιπαράθεση με ορολογία και συμπεριφορές της δεκαετίας του ‘80 απελπίζει και απομακρύνει τους πολίτες από τη δημόσια σφαίρα. Ας μην παίξουμε άλλο με λέξεις και σύμβολα. Εθνικόν το αληθές – Εθνικόν το αναγκαίον σήμερα.
Μετά τη διάλυση του πολιτικού συστήματος το 2012 και την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, επικρατεί η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο νέος πόλος του συστήματος, που με τη βίαιη ωρίμανσή του θα εκφράσει το νέο πρόσωπο της Kεντροαριστεράς. Διαφωνώ. Πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικό προϊόν της κρίσης και εκφράζει και στην Ελλάδα ένα πολιτικό ρεύμα που εμφανίζεται σε αρκετές χώρες, και είναι αυτό του αριστερού εθνικολαϊκισμού: Εχθροί παντού μέσα και έξω, πλήρης απαξίωση του αντιπάλου, θεολογική προσήλωση στο κράτος και στην εξουσία, άρνηση στην τεκμηρίωση και άγνοια των διεθνών εξελίξεων, τεχνολογικών και γεωπολιτικών.
Η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ επιβεβαιώνει τη σύμπτωση δύο άκρων που σε καιρούς απόλυτης κρίσης τορπιλίζουν τη λογική, εκμεταλλευόμενοι την αποτυχία και τις παθογένειες των προηγουμένων. Θεωρώ ότι αυτό το ρεύμα εκτινάχθηκε και φούσκωσε από την οργή, την απελπισία των πολιτών που βίωσαν τη βίαιη ανατροπή της ζωής τους σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και των νέων που πίστεψαν σε μια ανατροπή ενός πράγματι άρρωστου πολιτικού συστήματος.
Σε έναν χρόνο έχουμε ένα κακό αντίγραφο του παλαιού συστήματος: Διάψευση των προσδοκιών, οικτρή επιδείνωση όλων των δεικτών και ηθική απαξίωση.
Ολα αυτά, σε συνδυασμό με τα προσωπικά αδιέξοδα, θα κάνουν να ξεφουσκώσει εξίσου γρήγορα και απροσδόκητα το μόρφωμα αυτό.
Το στοίχημα, λοιπόν, είναι πώς ένα νέο ρεύμα –μαζί με άλλες δυνάμεις στον άξονα του μεταρρυθμισμού– θα εξυγιάνουν το πολιτικό σύστημα και θα περιθωριοποιήσουν τα άκρα.
Ο νέος φορέας που θα κάνει σαφές το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή λαϊκισμός» και θα δώσει διέξοδο σε μεγάλο αριθμό αποστασιοποιημένων πολιτών, αλλά και σε πολλούς που δεν θέλουν να ακολουθήσουν τη συντηρητική παράταξη μέσα από τη λογική ενός αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος είναι αυτό που πιστεύω ότι χρειάζεται η χώρα σήμερα. Ενα νέο κόμμα που πρέπει να παρουσιάσει εθνικό σχέδιο με ριζικές μεταρρυθμίσεις (ασφαλιστικό, φορολογικό, δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, πολιτικό σύστημα), συνοδευόμενο από ένα σύγχρονο πλαίσιο για την προσέλκυση επενδύσεων, άρα την αύξηση των θέσεων εργασίας.
Κόμματα, κινήσεις και πρόσωπα μπορούν και πρέπει να αυτοδιατεθούν και με γρήγορα βήματα να παρουσιάσουν ένα νέο κόμμα χωρίς προπατορικά αμαρτήματα-κληροδοτήματα ή φωτοστέφανα δήθεν αναμάρτητων.
Η Ελλάδα της κρίσης είναι ταυτόχρονα και η Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η χώρα και ο χώρος αλλάζουν. Μια χώρα με τους περισσότερους μορφωμένους νέους, με συγκριτικά πλεονεκτήματα και μεγάλες κατακτήσεις που δεν πρέπει να αγνοούνται.
Ενας χώρος με αυτογνωσία, συγκρότηση, ειλικρίνεια και πολλή δουλειά μπορεί να μετατρέψει μία μικρή σπίθα σε μια μεγάλη πηγή ενέργειας για το έθνος και τη χώρα.
* Η κ. Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη.