Εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο πάσχουν από σχιζοφρένεια. Η θεραπευτική προσέγγιση που ακολουθείται στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων επιβάλλει τη χορήγηση υψηλών δόσεων αντιψυχωσικών σκευασμάτων που παρεμποδίζουν τις παραισθήσεις αλλά έχουν πολλές παρενέργειες, όπως παραδείγματος χάριν αύξηση του σωματικού βάρους και έντονο τρέμουλο.
Σήμερα, μια αμερικανική έρευνα-σταθμός υποδεικνύει ότι η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη. Τα ευρήματα της μεγαλύτερης μελέτης που έγινε ποτέ στις ΗΠΑ στον συγκεκριμένο τομέα δείχνουν ότι η κατάσταση σχιζοφρενών που έλαβαν χαμηλότερες δόσεις αντιψυχωσικών, σε συνδυασμό με συμβουλευτική θεραπεία και οικογενειακή υποστήριξη, βελτιώθηκε γρηγορότερα συγκριτικά με αυτή ασθενών που ακολούθησαν τη συνήθη φαρμακευτική θεραπεία. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση The Americal Journal of Psychiatry, χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα επιστημονικά συμπεράσματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός νέου πρότυπου περίθαλψης.
Μείζονος σημασίας είναι η διαχείριση του λεγόμενου πρώτου ψυχωσικού επεισοδίου, της πρώτης διάρρηξης της επαφής που έχει ο ασθενής με την πραγματικότητα, συνήθως στα τελευταία χρόνια της εφηβείας ή λίγο αργότερα, οπότε αρχίζει να νιώθει έντονο φόβο ή να είναι υπερβολικά καχύποπτος. Οσο γρηγορότερα έλαβαν οι ασθενείς τη συνδυαστική θεραπεία τόσο καλύτερα εξελίχθηκε η υγεία τους. Η πιο ολιστική προσέγγιση, αξίζει να σημειωθεί, εφαρμόζεται σε Αυστραλία, Σκανδιναβία και αλλού, βελτιώνοντας επί δεκαετίες τη ζωή των ασθενών.
Τα αντιψυχωσικά φάρμακα που χορηγούνται έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα σε κάποιους αρρώστους. Παρ’ όλα αυτά, τα τρία τέταρτα διακόπτουν τη φαρμακευτική αγωγή εντός ενάμισι έτους. Για τις ανάγκες της νέας μελέτης, οι γιατροί χρησιμοποιήσαν τα φάρμακα αυτά απλά ως μέρος ενός συνδυαστικού πακέτου θεραπευτικών προσεγγίσεων και επέλεξαν τις μικρότερες δυνατές δόσεις -σε κάποιες περιπτώσεις κατά 50% χαμηλότερες από τη συνιστώμενη- περιορίζοντας έτσι τις παρενέργειες. Η ερευνητική ομάδα, υπό τον δόκτορα Τζον Μ. Κέιν, πρόεδρο του Τμήματος Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής Hofstra North Shore, παρήγγειλε σε 34 κλινικές σε 21 πολιτείες να ακολουθούν είτε τη συμβατική θεραπεία ή το συνδυαστικό πακέτο. Ο συνδυασμός περιελάμβανε εκτός από φάρμακα τρία στοιχεία: βοήθεια με την εργασία ή τα μαθήματα του σχολείου (όπως π.χ. ποια μαθήματα να επιλέξει ο άρρωστος ή ποιες θέσεις εργασίας αναλόγως των συμπτωμάτων), εκπαίδευση της οικογένειας έτσι ώστε να κατανοήσει καλύτερα το νόσημα και, τελικά, συμβουλευτική θεραπεία όπου ο ασθενής αποκτά εργαλεία για να οικοδομήσει κοινωνικές σχέσεις, να μην κάνει χρήση ουσιών και να διαχειρίζεται καλύτερα τα συμπτώματά του, όπως παραδείγματος χάριν να εξουδετερώνει τις φωνές που ακούει μέσα στο κεφάλι του. Στη μελέτη συμμετείχαν 404 ασθενείς. Οι μισοί έλαβαν τη συμβατική θεραπεία και οι υπόλοιποι τη συνδυαστική.
Στην αρχή της έρευνας, η ομάδα που έλαβε τη συνδυαστική θεραπεία τα πήγαινε χειρότερα. Τα επόμενα δύο χρόνια και οι δύο ομάδες εμφάνισαν βελτίωση, ενώ κατά την ολοκλήρωση της μελέτης, η ομάδα που ακολούθησε το συνδυαστικό πρόγραμμα είχε λιγότερα συμπτώματα και μεγαλύτερη λειτουργικότητα. Επίσης η δόση των φαρμάκων που έλαβαν ήταν από 20% έως 50% χαμηλότερη από τη συμβατική.