Ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας, το είδε με τα μάτια του: Την κατάρρευση του γερμανικού συστήματος καταγραφής, επεξεργασίας αιτήσεων ασύλου και φιλοξενίας στο Βερολίνο. Η Αρχή λέγεται LEGESO και εδώ και εβδομάδες δεν διαθέτει καν χρήματα για να αγοράσει τροφή για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που φιλοξενούνται στη γερμανική πρωτεύουσα.
Η βερολινέζικη οργάνωση TAFEL κατέγραψε σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις στον καταυλισμό κοντέινερ «Αλιέντε-2», στα νοτιοανατολικά του Βερολίνου, 40-50 πρόσφυγες που δεν είχαν πλέον χρήματα για να τραφούν. Την ίδια ώρα, στον οικισμό Γκέρσο, στο Σαρλότενμπουργκ στο κέντρο της πόλης, περί τους 30 πρόσφυγες περιμένουν εδώ και εβδομάδες να πάρουν τροφεία. Για να τα πάρουν, πρέπει οι ίδιοι οι πρόσφυγες να εμφανισθούν και να τα ζητήσουν από την υπηρεσία. Φαίνεται όμως ότι αυτή δεν προλαβαίνει να εξυπηρετήσει.
Ο επικεφαλής του καταυλισμού, Πέτερ Χέρμανς, είπε σε γερμανικά Μέσα Ενημέρωσης ότι οι πρόσφυγες απευθύνθηκαν στις υπηρεσίες πέντε και έξι φορές για να φύγουν στο τέλος με άδεια χέρια. Στην πρώτη περίπτωση, ο επικεφαλής των εθελοντών για τον οικισμό παρενέβη στη διαχειριστική Αρχή και στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι έγραψε –σύμφωνα με την «Μπερλίνερ Τσάιτουνγκ»– στον αρμόδιο υφυπουργό για ζητήματα μετανάστευσης, Ντίτερ Γκλιτς. Οταν και από εκεί δεν πήρε απάντηση, τότε στράφηκε στα ΜΜΕ.
Ο οικισμός στο προάστιο του Βερολίνου, Κέπενικ, δεν είναι κέντρο «πρώτης υποδοχής» αλλά «οικισμός για τη φάση που ακολουθεί». Οι πρόσφυγες παίρνουν χρήματα από το κράτος, όπως και κάθε άλλος δικαιούχος της διαδικασίας Hartz-4 (μια μορφή πρόνοιας) και μαγειρεύουν μόνοι τους σε συλλογικές κουζίνες.
Χωρίς τρόφιμα
Δύο άλλες μη κυβερνητικές οργανώσεις κατήγγειλαν το ίδιο διάστημα ότι τουλάχιστον σε 13 οικισμούς για τους πρόσφυγες στο Βερολίνο –που διαχειρίζεται η φιλανθρωπική οργάνωση των συνδικάτων– λείπουν τα τρόφιμα όπως είπε η εκπρόσωπος της οργάνωσης, Γιούλικα Κριμπχόουβ. Ο συντάκτης μιας έκθεσης του ιδρύματος Μπελ, για την πολιτική των 16 γερμανικών κρατιδίων έναντι των προσφύγων και των μεταναστών, Γκίντερ Πιένινγκ, συνιστά στους πρόσφυγες αν μπορούν να «αποφύγουν» το ομόσπονδο κρατίδιό του.
«Πρόκειται για κρατίδιο συνώνυμο με την καταστροφή» λέει ο Πιένινγκ που πάντως βάζει καλό βαθμό ακόμα και σε συντηρητικά κρατίδια, όπως η Βαυαρία, όπου θεωρεί ότι οι δομές για τη φιλοξενία μεταναστών και προσφύγων έχουν αναπτυχθεί και ανταποκρίνονται σε μία ρουτίνα ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά.
Ο Πιένινγκ, που ήταν εντεταλμένος σύμβουλος για την ένταξη των μεταναστών ώς το 2012 στο Βερολίνο, λέει ότι όλα τα άλλα κρατίδια επιχειρούν να πρωτοτυπήσουν στην ένταξη των μεταναστών, με τη Βάδη – Βυρτεμβέργη να επιμένει να τους εντάξει στην εργασία και τα κρατίδια της βόρειας Γερμανίας, με πιο αραιό πληθυσμό στην ύπαιθρο, να επιχειρούν να τους κρατήσουν για λόγους πληθυσμιακής ισορροπίας.
Η κατάσταση, πάντως, στο Βερολίνο έχει ως αποτέλεσμα κάθε μέρα να φεύγουν αεροπορικώς για το Ερμπίλ του βόρειου Ιράκ περίπου 80 Ιρακινοί και Κούρδοι, πληρώνοντας, μάλιστα, συχνά με τις τελευταίες τους οικονομίες το «αλμυρό» αεροπορικό εισιτήριο που φθάνει έως και τα 320 ευρώ για μία πτήση χωρίς επιστροφή. Πτήση πίσω στο Ιράκ.
Πολλοί από τους παλιννοστούντες είπαν στα γερμανικά Μέσα Ενημέρωσης ότι στη Γερμανία τρώνε «χειρότερα απ’ ό,τι στο Ιράκ» και ότι «ύστερα από τρεις μήνες υπομονής δεν μπορούμε πλέον να ζούμε από την ελεημοσύνη του κράτους», όπως λέει χαρακτηριστικά η 26χρονη Ναζίφ Ναμπίρι, που αποφάσισε να γυρίσει στο Ιράκ, καθώς η ζωή στη Γερμανία «ήταν τελείως διαφορετική σε σχέση με όσα είχε ακούσει και φανταστεί» πριν φτάσει στο Βερολίνο.
Σημαντικός παράγοντας η έλλειψη της οικογένειας
Οι Ιρακινοί δεν είναι οι μόνοι που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ολο και περισσότεροι Σύροι αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία για να βρουν καταφύγιο στην πολύ πιο «περιοριστική» Σουηδία ή τον Καναδά, ενώ τις τελευταίες μέρες μια μικρή ομάδα 15-20 ατόμων αιφνιδίασαν τις γερμανικές αρχές, ζητώντας να γυρίσουν από εκεί που... ήρθαν: αεροπορικώς πίσω στον Λίβανο! Συνολικά η διακονία της καθολικής εκκλησίας στην ευρύτερη περιοχή του Μονάχου παρέπεμψε την «Κ» σε επτά περιπτώσεις Σύρων που έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν τη Γερμανία, επιστρέφοντας στον Λίβανο, στις περισσότερες περιπτώσεις, και σε μία στην Ιορδανία.
Σε όλες τις περιπτώσεις, μείζονα λόγο στη στάθμιση του «μένω ή γυρίζω πίσω» έπαιξε η έλλειψη της οικογένειας, καθώς η Γερμανία δεν επιτρέπει ακόμα και για τους πρόσφυγες την οικογενειακή επανένωση. «Είναι δύσκολη η συνέχιση της παραμονής εδώ χωρίς τη γυναίκα μου» λέει ο Μοχάμεντ Ντ. «Περιμένω περίπου ένα τρίμηνο να απαντήσουν στην αίτησή μου και το χειρότερο είναι ότι δεν γνωρίζω πόσο πρέπει να περιμένω ακόμα...».