Ούτε που μπορούσε να φανταστεί τον κυρίαρχο ρόλο που έμελλε να διαδραματίσει στον ανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου όταν το 1913 έγραφε στην οικογένειά του για την πρόωρα χαμένη αλλά τόσο εμβληματική, «σύγχρονη» εικόνα της πόλης. Δεν ήταν μόνο τα μεγάλα καταστήματα, οι χώροι θεαμάτων, τα πολυώροφα κτίρια, τα καταστήματα που απέπνεαν την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα των αρχών του αιώνα. Νεόδμητα ξενοδοχεία ευρωπαϊκών προδιαγραφών, πρότυπα εκλεκτισμού, «...πλουσίως κεκοσμημένα», στη φράγκικη συνοικία -«το City της Θεσσαλονίκης»-, στην παραλία και στην πλατεία Ελευθερίας, είχαν καταστεί απόλυτα κέντρα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής της πόλης πριν τα καταπιούν οι φλόγες. Ανάμεσά τους και το Splendid, το Savoy της Θεσσαλονίκης, που μόλις είχε εγκαινιάσει τις ωραίες à la parisienne αίθουσές του. Η πυρκαγιά του 1917 έκλεινε ένα κεφάλαιο που μόλις είχε αρχίσει. Συμπτωματικά άνοιγε την ιστορία της εκατονταετούς ξενοδοχίας.
Ο αιώνας, οριοθετημένος ανάμεσα στην ίδρυση της Ενωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης (3 Δεκεμβρίου 1914), όπως μετονομάστηκε το 1934 η «Συντεχνία των εν Θεσσαλονίκη Ξενοδόχων Υπνου», έως τις μέρες μας, με τη Θεσσαλονίκη να μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι του διεθνούς τουρισμού, είναι ένα από τα πιο γοητευτικά θέματα για κάθε ιστορικό. Τη συναρπαστική του διαδρομή μέσα από τα δεκάδες ξενοδοχεία ακολουθεί με ένα ακόμη έργο του για τη Θεσσαλονίκη ο ιστορικός Αρχιτεκτονικής, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βασίλης Κολώνας, στον δίγλωσσο (Ελληνικά - Αγγλικά) τόμο-λεύκωμα «Εκατό χρόνια φιλοξενίας. Τα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης (1914-2014)», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press.
Αν το αφιέρωμα της «Καθημερινής» («7 Ημέρες») στα «Παλαιά Ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης» (Οκτώβριος 2001) αποτέλεσε, όπως σημειώνει στον τόμο ο συγγραφέας του, «μια πρώτη προσέγγιση του θέματος, το οποίο έκτοτε απασχόλησε με συνεχείς “αναπαραγωγές” του τεκμηριωμένου κυρίως υλικού του αρκετούς θιασώτες της τοπικής ιστορίας», η επετειακή έκδοση της ΕΞΘ (καρπός πολυετούς ερευνητικής δουλειάς του Β. Κολώνα για τις τουριστικές-ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα, εστιασμένης στην περίοδο 1950-1974), πλούσια σε ιστορικά στοιχεία και φωτογραφικά ντοκουμέντα από αρχεία, από οικογένειες ξενοδόχων και σύγχρονες φωτογραφικές λήψεις (του Michele Troiani), καλύπτει ένα κενό μιας εκτενούς και τεκμηριωμένης συγγραφικής αναφοράς για την εξέλιξη της ξενοδοχίας στο χώρο και το χρόνο. Αστείρευτες πηγές του οι παλιές φωτογραφίες, τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τα ταχυδρομικά δελτάρια, οι ετικέτες αποσκευών, οι εκθέσεις επιθεωρήσεων, οι διαφημιστικές καταχωρίσεις, ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, προπάντων το περιοδικό «Ξενία» - «ένας θησαυρός, εμπεριέχει τα πάντα», λέει ο ερευνητής του. Εξι χρόνια αποδελτιώνει. «Το υλικό είναι ογκώδες και σύνθετο. Ακόμη και για τη Θεσσαλονίκη, το θέμα της ξενοδοχίας δεν εξαντλείται με ένα βιβλίο. Είναι απλώς η αφετηρία».
«Δεν είναι μόνο τα κτίρια που διασώζονται στον αστικό ιστό -πολλά από αυτά θα κλείσουν σύντομα έναν αιώνα ζωής- ή το αρχιτεκτονικό τους ενδιαφέρον (η μελέτη δεν έχει στόχο να καλύψει αυτό το κενό), αλλά και η θέση τους στην πόλη και τη ροή της ιστορίας, ως τόποι δράσης γνωστών και άγνωστων ηρώων», συνάντησης, συνύπαρξης φυλών, τάξεων και φύλων, χώροι ποτισμένοι με ζωές ανθρώπων και στιγμές που σημάδεψαν την κοινωνική, την οικονομική, την πολιτική, ακόμη και την πολιτιστική ζωή στις αλλαγές του περασμένου αιώνα.
Το άρωμα αυτής της ατμόσφαιρας μεταφέρουν οι 285 εικονογραφημένες σελίδες, που εύκολα σε παρασύρουν στη νοσταλγία της ασπρόμαυρης εποχής. Ομως η πληροφόρηση στις τέσσερις θεματικές ενότητες (πριν από την πυρκαγιά του 1917, Μεσοπόλεμος, μεταπολεμικά, 21ος αιώνας) για την τουριστική πολιτική, τα κενά και τις επενδυτικές εκρήξεις είναι αναλυτική και ελκυστική, με βασικές παραμέτρους τον ανασχεδιασμό της καμένης πόλης, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την απώλεια του εβραϊκού πληθυσμού, τον Εμφύλιο, την επανίδρυση του ΕΟΤ (1950), τα αναπτυξιακά προγράμματα για τον τουρισμό της δεκαετίας του 1960 και του 1990, που στιγματίζουν την εικόνα και τα ξενοδοχεία της πόλης. Στο πέρασμα του αιώνα, μας πληροφορεί ο Β. Κολώνας, τα ξενοδοχεία αλλάζουν ιδιοκτησίες, επωνυμίες, μικρές ωστόσο είναι οι ποσοτικές αλλαγές. Από τα 75 ξενοδοχεία που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη το 1915 ο αριθμός δεν αυξήθηκε (78 ξενοδοχεία το 1939, 80 το 1950 και 90 σήμερα).
Μεγάλο κεφάλαιο, εμφανώς, είναι η περίοδος του Μεσοπολέμου. Τη δεκαετία του 1920, παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η Θεσσαλονίκη οικοδομείται, ξενοδοχεία οριοθετούνται, κατά μήκος κυρίως της Εγνατίας και σε κεντρικούς κάθετους δρόμους. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1928 η Εγνατία περιγράφεται ως η «κυριωτέρα αρτηρία της πόλεως με μέγαρα μεγαλοπρεπή, καταστήματα λάμποντα, ξενοδοχεία μεγαλοπρεπή». Περί τα 80 αναφέρει ο Μέγας Οδηγός Β. Ελλάδος, χτισμένα από τους διασημότερους αρχιτέκτονες της εποχής.
«Καύχημα της αναγεννηθείσης Μακεδονικής πρωτευούσης και σέμνωμα της Ελλάδος ολοκλήρου» είναι το παραλιακό Mediterranean Palace, «εφάμιλλον των μεγαλυτέρων ευρωπαϊκών τοιούτων», κέντρο της κοινωνικής ζωής για περισσότερα από 50 χρόνια μέχρι την «εμπνευσμένη» κατεδάφισή του μετά τους σεισμούς του 1978. Εκεί κατέλυσε το 1927 ο Κωστής Παλαμάς, από τον εξώστη του ο Ελευθέριος Βενιζέλος απευθύνθηκε στους οπαδούς του (23/8/1928), στις αίθουσές του δόθηκαν οι διασημότεροι χοροί, η πολυτέλειά του κάλυπτε την ανεπάρκεια μονάδων με σύγχρονες ανέσεις, καθώς κανένα ξενοδοχείο δεν χτίστηκε στην πόλη μέχρι το ’50 και τα υπάρχοντα επιβίωναν πληγωμένα από την Κατοχή.
Το μεγάλο έλλειμμα σε ξενοδοχεία πρώτης κατηγορίας («σε σύνολο 1.872 στη χώρα το 1960 μόνο 10 θεωρούνται πολυτελείας, από τα οποία κανένα δεν βρίσκεται βορείως της Χαλκίδας», αναφέρουν στατιστικά στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου) έρχεται να καλύψει η απόφαση του Κων. Καραμανλή για την επένδυση κεφαλαίων ασφαλιστικών ταμείων. Ηταν η περίοδος κατά την οποία η πόλη αποκτά μεγάλα ξενοδοχεία: Μακεδονία Παλάς (ΤΑΠ-ΟΤΕ), Ηλέκτρα Παλάς (Ταμείο Εκπαιδευτικών), Σίτυ (Ταμείο Εμπόρων) και άλλα δεκαεπτά στη δεκαετία 1963-1972 χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία - μεταξύ αυτών το Κάπιτολ και το Καψής.
Την έκρηξη ακολουθεί το κενό της εικοσαετίας 1973-1998. Η περιοχή θεωρείται κορεσμένη, αλλά η αλλαγή της νομοθεσίας σήμανε και το εναρκτήριο βήμα για τον 21ο αιώνα. Νέα ξενοδοχεία κτίζονται εκτός ιστορικού κέντρου (πλην του Daios Luxury Living στην παραλία και του Mediterranean Palace), δυτικά (The Met, Les Lazaristes κ.ά.) και ανατολικά (Hyatt Regensy, Nikopolis-Kempinski), μεσοπολεμικά ανακαινίζονται (υποδειγματικά το Excelsior και το Bristol), νέες μονάδες λειτουργούν σε διατηρητέα κτίρια (Tobbaco), παλαιά «ανοίγουν» για καλλιτεχνικές δράσεις.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον; Ο χρόνος θα δείξει αν οι προκλήσεις του 21ου αιώνα προσελκύσουν νέες επενδύσεις και αν θα δώσουν ζωή σε κλειστά ιστορικά ξενοδοχεία. Ποιος ξέρει; Ισως βρεθεί και ο επενδυτής που θα μετατρέψει το «Καραβάν Σεράι» (πρώην δημαρχείο) σε ένα λαμπρό ξενοδοχείο. Τα σχέδια του Μ. Δελλαδέτσιμα (1926), του αρχιτέκτονα που το σχεδίασε αποκλειστικά για ξενοδοχείο (όπως και το εμβληματικό Mediterranean, 1922), υπάρχουν. Η θέση του ανάμεσα στο «Αλκαζάρ» και τη στάση του μετρό με τα αρχαία είναι μια πρόκληση.