Των ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΡΗΓΑ
και ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Χωρίζουμε λέμε…
σκηνοθ: Αλέξανδρος Ρήγας
θέατρο: Αθηνά
Τι βλέπει στις, ελάχιστες πλέον, θερινές σκηνές της Αθήνας κάποιος που (ή όταν) δεν παρακολουθεί ντε και καλά το Φεστιβάλ Αθηνών ή τις εκδηλώσεις των γύρω δήμων; Βλέπει κάτι σαν αυτό που είδα αρχές Αυγούστου και συγκαταλέγεται μάλιστα στις «πιο δημοφιλείς παραστάσεις» του καλοκαιριού. Μια φευγαλέα ματιά στις διαφημιστικές καταχωρίσεις άφηνε την εντύπωση πολυπρόσωπης παράστασης όπου εκτός από τους τρεις πρωταγωνιστές (Χαραλαμπίδης, Μάλφα, Ρήγας) εμφανίζονται (εντυπωσιασμός αφελής, είναι αλήθεια) άλλοι 13 από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς του κωμικού (και όχι μόνο) θεάτρου! Με αυτή την εντύπωση-παγίδα πάντως πήγαν πολλοί θεατές να δουν έργο και παράσταση, όπως άκουσα να σχολιάζουν στο διάλειμμα. Οι 13 πρωταγωνιστές εμφανίστηκαν πράγματι, αλλά μόνο σε ισάριθμα, σύντομα βιντεάκια ως «μάρτυρες» υπεράσπισης της Βέτας Βασιλείου-Παπαλώλα που κάνει αγωγή διαζυγίου στον σύζυγό της Νίκο με ένα εξωφρενικό και ασυνάρτητα σεξιστικό κατηγορητήριο, ασορτί με τους διαλόγους, το οποίο του γνωστοποιεί ένας δήθεν δικηγόρος που αποδεικνύεται, στο ευτυχές τέλος, ψυχίατρος.
Αυτή εν ολίγοις είναι και η υπόθεση του αυτάρεσκα ευτελούς, ανέμπνευστου, στατικού, αφόρητα φλύαρου, χαμερπών διαλόγων και αδιανόητης κρυάδας έργου, που επιχειρεί με το ίδιο αγοραίο ύφος στοχευμένη κριτική σε συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα αλλά και με συναισθηματικές - ψυχαναλυτικές πιρουέτες φιλοδοξεί να δώσει στο φινάλε (έπειτα από τους οχετούς που ανταλλάχθηκαν) μαθήματα ώριμης στάσης ζωής σε συζύγους και γονείς. Η διάρκεια (150 λεπτά με σύντομο διάλειμμα), το τυπωμένο κείμενο του έργου στο πρόγραμμα, οι ατελείωτοι μονόλογοι - εξομολογήσεις στο τέλος φανέρωναν την επιμονή των συγγραφέων να μην πάει χαμένη ούτε ατάκα και να μείνει ανεξίτηλο στη θεατρική ιστορία το πόνημά τους. Δικαίωμά τους. Οταν μάλιστα ανάμεσα στα πολλά ανέκφραστα, αγέλαστα, βαριεστημένα ή και αηδιασμένα πρόσωπα του κοινού υπήρχαν κάποιοι θεατές (ιδίως γένους θηλυκού) που με υστερικά γελάκια ενέκριναν την παράσταση. Οταν μερίδα του κοινού, εξοικειωμένη με πρόσωπα, πράγματα κι επίπεδο πρωινο-μεσημεριανάδικων τηλεοπτικών εκπομπών ένοιωθε σίγουρα κολακευμένη που έπιανε με την πρώτη ονόματα, σχέσεις, κουτσομπολιά, ατάκες, στιχάκια, που γέμιζαν ακατάσχετα τους διαλόγους του ζεύγους.
Ποιο λόγο, αναρωτιέμαι, είχαν ηθοποιοί ταλαντούχοι σαν τη θεατρίνα-τοτάλ Μπέσυ Μάλφα ή τον λιτής κωμικότητας Ρένο Χαραλαμπίδη να παίξουν το συγκεκριμένο, κάκιστο έργο, με τη συγκεκριμένη σκηνοθεσία, αισθητική και ύφος; Ποιος τους βεβαίωσε πως το ίδιο αυτό κοινό δεν θα χειροκροτούσε θερμά μια παραγωγή με αποδείξεις του ταλέντου τους, διαλόγους που δεν θα ανακύκλωναν μονότονα ό,τι ευτελέστερο βομβαρδίζει καθημερινά τα σπίτια μας και δεν θα προτιμούσε ένα δίωρο ποιοτικής ψυχαγωγίας από μια επανάληψη ανεγκέφαλης προσβολής του; Οσο σκέφτομαι τη σκηνοθετική καθοδήγηση του συμπρωταγωνιστή και συν-συγγραφέα Αλέξανδρου Ρήγα, τις πανομοιότυπες διαδρομές – καναπές-γραφείο-γραφείο-καναπές, τη Μάλφα να ασκείται στο υπερπαίξιμο επαρχιακής ντίβας, να μιλάει σαν τραβεστί και τον ίδιο τον Ρήγα να παίζει ανάμεσα σε κομματικό παπαγαλάκι και νυχτόβιο νταή με τον Χαραλαμπίδη αμήχανα επαναλαμβανόμενο, σιγουρεύομαι για την αμαρτωλή βεβαιότητα που βουλιάζει το εμπορικό θέατρο και λέγεται: βάναυση υποτίμηση του κοινού.
Κι όσο για τους 13 πρωταγωνιστές των μικρών βίντεο, ευθυγραμμίστηκαν τόσο συντονισμένα και αυτονόητα με το ύφος, την αισθητική και την ανοησία του όλου! Αναρωτιόμουν πώς τόσοι ταλαντούχοι και σκεπτόμενοι δεν μπορούν ούτε συνολικά ούτε ατομικά να αντισταθούν στην ευτέλεια και γίνονται υποχείριά της! Πόσο εύκολα θέτουν στις υπηρεσίες του «τίποτα» τις χάρες, τα ταλέντα, ακόμα και την αναγνωρίσιμη μανιέρα τους.
Η Αθήνα κάθε καλοκαίρι ανοίγει όλο και λιγότερες σκηνές «θερινού» ρεπερτορίου στο κοινό. Αυτό μπορεί να μη συνδέεται μόνο με την ανυπαρξία ελληνικών ή την άγαρμπη διασκευή ξένων έργων, την προχειρότητα των παραγωγών και το διαρκές βούλιαγμα της ποιότητας. Ωστόσο, η ποιότητα κι αυθεντικότητα της σάτιρας, του χιούμορ, της αλεγρίας είναι εκείνη που θα μπορούσε να ξανακάνει την Αλεξάνδρας -ή την Πατησίων- θεατρικές πιάτσες γέλιου, ψυχαγωγίας, θερινής αναψυχής και απόδρασης από τον τηλεοπτικό μιθριδατισμό. Η ποιότητα και η εμπνευσμένη αξιοποίηση του ταλέντου στην υπηρεσία δίωξης του ευτελούς.