Βίαιη ανακοπή των μεταρρυθμίσεων προκάλεσαν τα όσα συνέβησαν από τα τέλη του 2014 στην Ελλάδα έως και τον Ιούλιο του 2015, ενώ παράλληλα σχεδόν εξανεμίστηκαν τα οφέλη στην οικονομία από την επί σειρά ετών σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή. Από το άριστα που έπαιρνε η Ελλάδα το 2014 σε ό,τι αφορά τον ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, φέτος υποχώρησε στο 6,9 (με άριστα το 10), ενώ η υγεία της οικονομίας παίρνει για μια ακόμη χρονιά βαθμό κάτω από τη βάση (3,9 από 4,1 το 2014).
Το «πισωγύρισμα» που ξεκίνησε από τα τέλη του 2014 και κορυφώθηκε το 2015 είχε τέτοια επίδραση που παρά την υπογραφή και την εφαρμογή νέου προγράμματος, ο δρόμος εξακολουθεί να είναι στρωμένος με βράχια και το ενδεχόμενο νέας κρίσης δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Πρόκειται για μερικά μόνο από τα συμπεράσματα της νέας έκθεσης «The 2015 Euro Plus Monitor» που συνέταξαν η επενδυτική τράπεζα Berenberg και η δεξαμενή σκέψης The Lisbon Council, μελετώντας τις οικονομίες 21 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη φετινή έκθεση υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα υπό τον τίτλο «Η ελληνική τραγωδία», όπου ασκείται δριμεία κριτική στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και κυρίως στον πρώην υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη. «Καμία χώρα δεν μπορεί να αντέξει το πλήγμα που προκάλεσαν οι φαιδρότητες της ελληνικής κυβέρνησης τους πρώτους επτά μήνες του 2015» αναφέρεται χαρακτηριστικά στη μελέτη, ενώ σε άλλο σημείο επισημαίνεται: «Σπάνια το πολιτικό χάος που προκλήθηκε στην Ελλάδα μέσα σε τόσο λίγους μήνες, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2015, έχει αποβεί τόσο ακριβό για το δημόσιο πορτοφόλι και έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη δυστυχία».
Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, συγγραφέας της έκθεσης και επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, δεν παραλείπει να ασκήσει κριτική και στην κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ επισημαίνοντας ουσιαστικά τη μεταρρυθμιστική χαλάρωση ή μεταρρυθμιστική κόπωση που εντοπίστηκε στις αρχές του περσινού καλοκαιριού. «Με την ελληνική οικονομία να επιστρέφει στην ανάπτυξη στις αρχές του 2014, η προηγούμενη κυβέρνηση μάλλον πίστεψε ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις λιγότερο σχολαστικά από πριν», τονίζει. Η «ελληνική τραγωδία» χρησιμοποιείται στην έκθεση και ως παράδειγμα προς αποφυγήν για τις χώρες εκείνες που σκοπεύουν ή κινδυνεύουν να ανακόψουν τη μεταρρυθμιστική πορεία τους, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Η αναστροφή που έκανε η Ελλάδα αποτυπώνεται στις επιδόσεις της στους τομείς που εξετάζει η έκθεση. Η μεγαλύτερη υποχώρηση καταγράφεται στον ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, με τη βαθμολογία της Ελλάδας να υποχωρεί στο 6,9 από 10 στην αντίστοιχη έκθεση του 2014. Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή, η βαθμολογία μειώθηκε φέτος σε 8,5 από 9,7 πέρυσι, ενώ σε ό,τι αφορά την προσαρμογή του μοναδιαίου κόστους εργασίας η βαθμολογία είναι φέτος 7,7 από 7,9 πέρυσι.
Σε ό,τι αφορά την εξωστρέφεια η βαθμολογία της Ελλάδας μειώθηκε οριακά σε σχέση με πέρυσι, σε 7,4 από 7,5. Ωστόσο, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Οπως επισημαίνεται στην έκθεση οι εξαγωγές, ενώ στο τρίτο τρίμηνο του 2014 ανέρχονταν στο 30,9% του ΑΕΠ, στο τρίτο τρίμηνο του 2015 υποχώρησαν στο 27,7% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε όλες τις άλλες χώρες που βρίσκονται σε πορεία μεταρρύθμισης μετά την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας. Η συνέχιση μάλιστα της μείωσης του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου οφείλεται στην περαιτέρω μείωση των εισαγωγών και όχι στην αύξηση των εξαγωγών.
Η Ελλάδα παραμένει επίσης ο μεγαλύτερος ασθενής, καθώς στον δείκτη υγείας της οικονομίας καταλαμβάνει για μια ακόμη χρονιά την τελευταία θέση μεταξύ των 21 χωρών. Το χειρότερο είναι ότι η βαθμολογία της υποχώρησε περαιτέρω σε σύγκριση με το 2014, στο 3,9 από 4,1. Σύμφωνα μάλιστα με όσα αναφέρονται στην έκθεση, η επιδείνωση της βαθμολογίας κατά 0,2 μονάδες δεν είναι καθόλου αμελητέα, δεδομένου ότι ο σχετικός δείκτης χαρακτηρίζεται από αργούς ρυθμούς μεταβολής.